«…Για στιγμές μυστικές, για λάμψεις μαγικές, γι’ αγκαλιές ερωτικές, για νύχτες φωτεινές…». Γι’ αυτά και τόσα άλλα, βλέπουμε ξανά και ξανά τις ταινίες του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου. Είναι γεγονός, ότι πολλές γενιές έχουν γαλουχηθεί με αυτές τις ταινίες. Ίσως, να φταίει ότι η ποιότητα τους είναι αδιαπραγμάτευτη. Μπορεί οι παραγωγές τους να υστερούν οικονομικά από μια σύγχρονη άρα και σε τεχνική υποδομή, στηρίζονται όμως σε ανθρώπους με μεράκι και αστείρευτο ταλέντο. Σε ανθρώπους που λατρεύουν τον κινηματογράφο και δεν τον βλέπουν σαν χρυσορυχείο.
Εκ των πραγμάτων όμως, για να είμαστε δίκαιοι, η αγοραστική δύναμη της Ελλάδας στην οποία απευθύνονταν ήταν και παραμένει μικρή. Οι συντελεστές παρόλα αυτά υπερέβαιναν τις δυνατότητες τους κάθε φορά και το αποτέλεσμα τους δικαίωνε με μονάδα μέτρησης τα εισιτήρια. Ένας ακόμη λόγος της διαχρονικότητας των ταινιών αυτών είναι ότι τα θέματα τους είναι βγαλμένα μέσα από την ζωή και ο καθένας βρίσκει σε αυτά και μια δική του προσωπική διάσταση. Ερμηνείες αφοπλιστικές σε καταστάσεις γνώριμες και οικείες.
Όποια κι αν είναι η αιτία, ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος είναι αξεπέραστος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιδέες του δανείζονται, και σε κάποιες περιπτώσεις αντιγράφονται, από σύγχρονους δημιουργούς ή τουλάχιστον γίνεται μια κάποια αναφορά σε παλιότερες ταινίες. Τελευταία έχει επικρατήσει να γίνονται διασκευές ταινιών, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο.
Τρανό παράδειγμα ο «Μπακαλόγατος», ο οποίος αποτελεί για πολλούς την καλύτερη ελληνική κωμωδία με τις καλύτερες ατάκες. Ατάκες που μας έχουν κάνει να γελάσουμε, να προβληματιστούμε, που μας έχουν εμπνεύσει και τις έχουμε βάλει σε κάθε περίσταση της ζωής μας σαν ένα ρούχο που ταιριάζει. Όταν ο Ντίνος Κατσουρίδης κινηματογραφούσε το 1963 το «Της Κακομοίρας», βασισμένος στο θεατρικό έργο των αδελφών Γιαννακόπουλου δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα είχε την ίδια απήχηση 45 χρόνια μετά. Μία ταινία με πολύ απλό σενάριο, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή που όμως ήρθε για να μείνει. Με έναν Χατζηχρήστο «οδοστρωτήρα» να μαγεύει και να κερδίζει τις καλύτερες των εντυπώσεων, στον ρόλο που τον καθιέρωσε.
«Της κακομοίρας» λοιπόν, γίνεται στην θεατρική μεταφορά του Ζήκου από τον Πέτρο Φιλιππίδη. «Υπάρχει ο κίνδυνος ένας τόσο αγαπημένος χαρακτήρας να ξενίσει αν ακουστεί διαφορετικά. Μην ξεχνάμε ότι το κοινό ξέρει το έργο σχεδόν απέξω! Στη διασκευή έχουν αλλάξει κάποιοι χώροι καθώς και η συγκρότηση των σκηνών, ενώ έχουν προστεθεί μερικές ατάκες, οι οποίες ωστόσο δεν »προδίδουν» το έργο. Η εποχή έχει διατηρηθεί, απλώς το έργο προσαρμόστηκε για τη θεατρική σκηνή», αναφέρει ο ίδιος ο ηθοποιός για τον εγχείρημα του να σκηνοθετήσει αυτήν την all tie classic ταινία. Για τον ρόλο τον οποίο υποδύεται αναφέρει σε συνέντευξη του: «Η ταινία μπορεί να μην είχε την ίδια αξία χωρίς την ερμηνεία του Χατζηχρήστου. Μπήκε μέσα και τα διέλυσε όλα! Καπέλωσε το σενάριο, τους ηθοποιούς, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, αφού επηρεάστηκε από τον Ζήκο σε όλους τους μετέπειτα ρόλους του. Ο ρόλος δεν είναι μόνο μια πρόκληση, είναι και κίνδυνος. Επειδή ο κόσμος αγαπά το έργο και το θέατρο, αλλά και μένα, πιστεύω ότι δεν θα μου χαριστεί μεν, θα αναγνωρίσει όμως τη δουλειά που έχω κάνει και θα απενοχοποιηθεί, όπως απενοχοποιώ κι εγώ το έργο».
Ας απολαύσουμε κάποιες από τις θρυλικές ατάκες του Ζήκου:
Ζήκος: …και με κρατάς και τον Ίκα! Ποιος
είν’ αυτός ο Ίκας;
Μπακάλης: Τι γίνανε οι φακές; Τις πούλησες;
Ζήκος: Δεν τις πούλησα, φύγανε μοναχές τους! Διότι σκάσανε οι φακές, βγήκαν τα μαμούνια, πήρε κάθε μαμούνι στην πλάτη από μια φακή και δρόμο τον ανήφορο!
Ζήκος: Εσύ όχι παλαμάκια! Να παλαμοκροτάν αυτοί που πληρώνουν! Όχι εσύ που θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα για σένα, έτσι;
Ζήκος: Στο λέει ο Ζήκος και να το ‘χεις υπό την υποψία σου.
Ζήκος: Σας μερσώ μαντάμ, ορεντουβάρ.
Ζήκος: Για κάνε πως χτυπάς, και αν δεν πάω στο υπουργείο υγρασίας να το αναφέρω γράψε μου.
ΠΗΓΗ
Εκ των πραγμάτων όμως, για να είμαστε δίκαιοι, η αγοραστική δύναμη της Ελλάδας στην οποία απευθύνονταν ήταν και παραμένει μικρή. Οι συντελεστές παρόλα αυτά υπερέβαιναν τις δυνατότητες τους κάθε φορά και το αποτέλεσμα τους δικαίωνε με μονάδα μέτρησης τα εισιτήρια. Ένας ακόμη λόγος της διαχρονικότητας των ταινιών αυτών είναι ότι τα θέματα τους είναι βγαλμένα μέσα από την ζωή και ο καθένας βρίσκει σε αυτά και μια δική του προσωπική διάσταση. Ερμηνείες αφοπλιστικές σε καταστάσεις γνώριμες και οικείες.
Όποια κι αν είναι η αιτία, ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος είναι αξεπέραστος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ιδέες του δανείζονται, και σε κάποιες περιπτώσεις αντιγράφονται, από σύγχρονους δημιουργούς ή τουλάχιστον γίνεται μια κάποια αναφορά σε παλιότερες ταινίες. Τελευταία έχει επικρατήσει να γίνονται διασκευές ταινιών, είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο.
Τρανό παράδειγμα ο «Μπακαλόγατος», ο οποίος αποτελεί για πολλούς την καλύτερη ελληνική κωμωδία με τις καλύτερες ατάκες. Ατάκες που μας έχουν κάνει να γελάσουμε, να προβληματιστούμε, που μας έχουν εμπνεύσει και τις έχουμε βάλει σε κάθε περίσταση της ζωής μας σαν ένα ρούχο που ταιριάζει. Όταν ο Ντίνος Κατσουρίδης κινηματογραφούσε το 1963 το «Της Κακομοίρας», βασισμένος στο θεατρικό έργο των αδελφών Γιαννακόπουλου δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα είχε την ίδια απήχηση 45 χρόνια μετά. Μία ταινία με πολύ απλό σενάριο, χωρίς ιδιαίτερη πλοκή που όμως ήρθε για να μείνει. Με έναν Χατζηχρήστο «οδοστρωτήρα» να μαγεύει και να κερδίζει τις καλύτερες των εντυπώσεων, στον ρόλο που τον καθιέρωσε.
«Της κακομοίρας» λοιπόν, γίνεται στην θεατρική μεταφορά του Ζήκου από τον Πέτρο Φιλιππίδη. «Υπάρχει ο κίνδυνος ένας τόσο αγαπημένος χαρακτήρας να ξενίσει αν ακουστεί διαφορετικά. Μην ξεχνάμε ότι το κοινό ξέρει το έργο σχεδόν απέξω! Στη διασκευή έχουν αλλάξει κάποιοι χώροι καθώς και η συγκρότηση των σκηνών, ενώ έχουν προστεθεί μερικές ατάκες, οι οποίες ωστόσο δεν »προδίδουν» το έργο. Η εποχή έχει διατηρηθεί, απλώς το έργο προσαρμόστηκε για τη θεατρική σκηνή», αναφέρει ο ίδιος ο ηθοποιός για τον εγχείρημα του να σκηνοθετήσει αυτήν την all tie classic ταινία. Για τον ρόλο τον οποίο υποδύεται αναφέρει σε συνέντευξη του: «Η ταινία μπορεί να μην είχε την ίδια αξία χωρίς την ερμηνεία του Χατζηχρήστου. Μπήκε μέσα και τα διέλυσε όλα! Καπέλωσε το σενάριο, τους ηθοποιούς, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, αφού επηρεάστηκε από τον Ζήκο σε όλους τους μετέπειτα ρόλους του. Ο ρόλος δεν είναι μόνο μια πρόκληση, είναι και κίνδυνος. Επειδή ο κόσμος αγαπά το έργο και το θέατρο, αλλά και μένα, πιστεύω ότι δεν θα μου χαριστεί μεν, θα αναγνωρίσει όμως τη δουλειά που έχω κάνει και θα απενοχοποιηθεί, όπως απενοχοποιώ κι εγώ το έργο».
Ας απολαύσουμε κάποιες από τις θρυλικές ατάκες του Ζήκου:
Ζήκος: …και με κρατάς και τον Ίκα! Ποιος
είν’ αυτός ο Ίκας;
Μπακάλης: Τι γίνανε οι φακές; Τις πούλησες;
Ζήκος: Δεν τις πούλησα, φύγανε μοναχές τους! Διότι σκάσανε οι φακές, βγήκαν τα μαμούνια, πήρε κάθε μαμούνι στην πλάτη από μια φακή και δρόμο τον ανήφορο!
Ζήκος: Εσύ όχι παλαμάκια! Να παλαμοκροτάν αυτοί που πληρώνουν! Όχι εσύ που θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα για σένα, έτσι;
Ζήκος: Στο λέει ο Ζήκος και να το ‘χεις υπό την υποψία σου.
Ζήκος: Σας μερσώ μαντάμ, ορεντουβάρ.
Ζήκος: Για κάνε πως χτυπάς, και αν δεν πάω στο υπουργείο υγρασίας να το αναφέρω γράψε μου.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου