Τον Θεόφιλο Σεχίδη, από το 1996, που είναι στη φυλακή, δεν τον έχει επισκεφθεί ούτε ένα άτομο! Θα πειτε, ποιος να τον επισκεφθεί, αφού τον Μάιο του 1996 σκότωσε τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, τη 48χρονη μητέρα του Μαρία, την 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα και τον 58χρονο θείο του, αδελφό του πατέρα του, Βασίλη Σεχίδη. Ηταν τότε 24 χρόνων και φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. Σήμερα, στα 42 του, κρατείται στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Όμως, αυτός ο άνθρωπος, θέλει αγάπη. Νοσηλεύεται στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού, χωρίς πλέον κανείς συγγενής ή γνωστός να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Σιωπηλός, χαμένος στον κόσμο του, μοναχικός, φιγούρα βγαλμένη από το τραγούδι «στο θολωμένο μου μυαλό", αναζητά ένα χάδι συμπόνοιας, αλλά δεν το βρίσκει...
Διαβάστε όλη την ιστορία του απεχθούς πενταπλού εγκλήματος πιο κάτω:
του Γιάννη Ράγκου
Χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πλέον αποτρόπαια εγκλήματα που έγιναν στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά. Οι πέντε δολοφονίες συγγενικών του προσώπων, που διέπραξε ο 24χρονος φοιτητής Θεόφιλος Σεχίδης σε διάστημα μικρότερο του ενός 24ώρου στη Θάσο, προκάλεσαν σοκ στην κοινή γνώμη και «άνοιξαν» μια νέα σελίδα στην έρευνα της εγκληματικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα. Αναμφισβήτητα, η υπόθεση του Θ. Σεχίδη αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες (από την εγκληματολογική και γενικότερα επιστημονική πλευρά) περιπτώσεις στην εγχώρια και διεθνή ιστορία του εγκλήματος.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης |
Νωρίς το μεσημέρι της Πέμπτης 8 Αυγούστου 1996, μπροστά στην πολυκατοικία της οδού Φιλελλήνων 24, στην Ανάληψη της Θεσσαλονίκης, επικρατούσε ασυνήθιστη κίνηση. Οι περίοικοι, που είχαν συγκεντρωθεί, είδαν μερικούς αστυνομικούς με πολιτικά να μεταφέρουν τον 24χρονο τριτοετή φοιτητή στο Νομικής Σχολής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Κομοτηνής Θεόφιλο Σεχίδη στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Αφορμή γι αυτή την προσαγωγή είχε σταθεί η καταγγελία που είχε κάνει την 1η Αυγούστου στην Αστυνομική Διεύθυνση Φλώρινας η Ελένη Σεχίδη, γυναίκα του θείου του Θεόφιλου, πως ο άντρας της δεν είχε δώσει σημεία ζωής από τα μέσα Μαΐου.
Συγκεκριμένα, η Ελένη Σεχίδη, η οποία με τον 58χρονο άντρα της Βασίλη και τον γιο της, επίσης Θεόφιλο, ζούσαν στο Βέλγιο, δήλωσε ότι στις 9 Μαΐου, ο Βασίλης Σεχίδης είχε φτάσει στην Ελλάδα για να επισκεφτεί τον αδελφό του Δημήτρη στη Θάσο. Αλλά, από τις 19 Μαΐου είχαν χαθεί τα ίχνη του, όπως και τα ίχνη των υπόλοιπων μελών της οικογένειας του άντρα της: του 55χρονου αδελφού του Δημήτρη Σεχίδη, δασκάλου και διευθυντή του δημοτικού σχολείου Ποταμιάς Θάσου, της 48χρονης γυναίκας του Δημήτρη, Μαρίας (οι γονείς του Θεόφιλου), της 27χρονης κόρης τους Έμυς (Ερμιόνης), καθώς και της 75χρονης γιαγιάς τους Ερμιόνης Καλαμάρα. Επανειλημμένως είχε επιχειρήσει να επικοινωνήσει μαζί του, αλλά δεν τον έβρισκε, ενώ στο τηλέφωνο του σπιτιού του Δημήτρη Σεχίδη στον Λιμένα Θάσου, απαντούσε σταθερά ο Θεόφιλος, ο οποίος της έλεγε πως έλειπαν όλοι στο εξωτερικό, ενώ ο θείος του Βασίλης είχε πάει στην Γερμανία ή στο Βέλγιο ή στην Ιταλία. «Οπουδήποτε πήγαινε ο Βασίλης, το ήξερα πρώτα εγώ. Πώς, λοιπόν, έφυγε στην Ιταλία -και για ποιο λόγο- χωρίς να τηλεφωνήσει ούτε μια φορά στο σπίτι του;» θα δηλώσει αργότερα η ίδια.
Ο Θ. Σεχίδης μεταφέρεται στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, από την πολυκατοικία της οδού Φιλελλήνων 24 |
Αρχικώς, η Ελένη Σεχίδη είχε καταγγείλει την εξαφάνιση στις αστυνομικές αρχές του Βελγίου, αλλά τότε δεν είχαν βρεθεί στοιχεία που να φωτίζουν την υπόθεση. Έτσι, λίγο καιρό μετά, έφτασε με τον γιο της Θεόφιλο στον Τριπόταμο Φλώρινας (απ’ όπου καταγόταν η οικογένεια), προσπαθώντας να εντοπίσουν τα ίχνη τους άντρα της. Όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό, κατέφυγε στην αστυνομία και δήλωσε την εξαφάνιση, εκφράζοντας τους φόβους της ότι πιθανόν οι αγνοούμενοι να έχουν πέσει θύματα δολοφονίας. Με την υπόθεση ασχολήθηκαν το Αστυνομικό Τμήμα Θάσου, η Ασφάλεια Καβάλας και η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα συμμετείχαν οι βελγικές αρχές και το γερμανικό τμήμα της Ιντερπόλ. Στο μεταξύ, δέχτηκε την επίσκεψη του Θεόφιλου στον Τριπόταμο (στις 3 Αυγούστου), ο οποίος ζητούσε επιμόνως πληροφορίες για την τύχη του θείου του και των γονιών του. Η Ελένη Σεχίδη θορυβήθηκε από την επίσκεψη του ανιψιού της και την αλλοπρόσαλλη -όπως είπε- συμπεριφορά του («του βάλαμε να φάει και έκανε περίεργες κινήσεις, μας κοίταζε περίεργα» δήλωσε αργότερα η αδελφή της Ελένης, που ήταν παρούσα στη συνάντηση) και μετά από προτροπή της αστυνομίας πήγαν σε κάποιους συγγενείς τους στη Νέα Πέλλα Γιαννιτσών.
Ο Θ. Σεχίδης, που χαρακτηριζόταν από το περιβάλλον του ως ιδιόρρυθμος τύπος, είχε εντοπισθεί στις αρχές Ιουνίου στην Αθήνα, όταν σε έρευνα που του είχε γίνει είχαν βρεθεί πάνω του ένα μαχαίρι κι ένα φυσίγγι, αλλά τελικώς αφέθηκε ελεύθερος.Επιπλέον, στις 21 Ιουλίου σε έλεγχο που είχε γίνει στο αυτοκίνητό του στην περιοχή της Καβάλας, είχαν βρεθεί μια κοντόκανη καραμπίνα, ένα κυνηγετικό όπλο και φυσίγγια. Λίγες μέρες μετά, το δικαστήριο τον καταδίκασε σε δεκάμηνη φυλάκιση και πρόστιμο 700.000 δρχ., με τριετή αναστολή (λόγω του γεγονότος ότι είχε λευκό ποινικό μητρώο), και αφέθηκε και πάλι ελεύθερος. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως, κατά την εξέτασή του, ο Θ. Σεχίδης δεν μπορούσε να δώσει πειστικές απαντήσεις για το πού βρίσκονται οι πέντε συγγενείς του, ενώ έπεφτε και σε συχνές αντιφάσεις, ενέτεινε τις υποψίες των αστυνομικών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης ότι πιθανώς σχετίζεται με την εξαφάνισή τους. Τελικώς, αργά το βράδυ της 8ης Αυγούστου και μετά από πολύωρη ανάκριση, ο Θ. Σεχίδης ομολόγησε πως στις 19 και 20 Μαΐου σκότωσε τον πατέρα, την μητέρα, την αδελφή, τον θείο και την γιαγιά του στον Λιμένα Θάσου, ακολούθως τεμάχισε τα πτώματα -εκτός από αυτό του θείου του- και κατόπιν τα μετέφερε σε σακούλες σε χωματερή της Καβάλας, όπου και τα πέταξε.
«Ήταν άρρωστοι και ήθελα να τους λυτρώσω» δήλωσε, αρχικά, στους εμβρόντητους αξιωματικούς της αστυνομίας και αργότερα πρόσθεσε: «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος. Υπήρχε συνομωσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι ήμουν άλλης μάνας παιδί και δεν μου ‘λεγαν την αλήθεια. Τους ξέκανα, για να μην με ξεκάνουν».
Χαρακτηριστικά δημοσιεύματα την Παρασκευή 9 Αυγούστου 1996. Επάνω, από την εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» και κάτω, από την εφημερίδα «Απογευματινή»
Οι πέντε δολοφονίες
Τις επόμενες ώρες, ο Θ. Σεχίδης περιέγραψε με συγκλονιστικές λεπτομέρειες τις πέντε δολοφονίες που είχε διαπράξει, αλλά και όσα ακολούθησαν.
Ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαΐου, στην περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Θάσου (στην περιοχή του Λιμένα). Ο Θ. Σεχίδης πήγε εκεί με τον θείο του Βασίλη για να συζητήσουν. Κατά τον δράστη, ο Βασίλης Σεχίδης, ο οποίος ζούσε στο Βέλγιο 32 χρόνια, είχε πάει στη Θάσο μετά από παράκληση του πατέρα του, για να πεισθεί ο 24χρονος φοιτητής να επισκεφθεί ψυχίατρο, γιατί «παρουσίαζε κάποια προβλήματα» (εφημερίδα «Τα Νέα» – Σάββατο 10 Αυγούστου 1996). Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, στις 17 Μαΐου, ο πατέρας του Θ. Σεχίδη, Δημήτρης, είχε επισκεφθεί στην Κομοτηνή τον γιο του, του είχε ζητήσει το αυτοκίνητο -που χρησιμοποιούσε ο Θεόφιλος- και τον είχε καλέσει να πάει στην Θάσο για να συζητήσουν «κάποια σοβαρά θέματα». Περίπου, ένα χρόνο νωρίτερα, ο Θ. Σεχίδης είχε στείλει στον θείο του στο Βέλγιο δύο επιστολές, στις οποίες εκτός των άλλων αναφερόταν και σε ένα παλιότερο περιστατικό ξυλοδαρμού του από αυτόν. Στην δεύτερη επιστολή, την οποία συνόδευε με μια παιδική του φωτογραφία, όπου φορούσε αποκριάτικη («καουμπόϊκη») στολή και κρατούσε ψεύτικο πιστόλι, ο Θ. Σεχίδης έγραφε, χαρακτηριστικά (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου): «Μην έχεις ποτέ σου τύψεις για το ότι με χτύπησες. Έτσι ΕΠΡΕΠΕ να γίνει. Εγώ ο ίδιος το προκάλεσα επίτηδες και σου ζήτησα συγνώμη που σε χρησιμοποίησα μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά ήταν κι αυτό μέσα στο σχέδιό μου. Ήξερα ότι θα σε καλέσει ο αδελφός σου πριν ακόμη το κάνω και εξάλλου του το’ πα, και από την πρώτη στιγμή που πάτησες το πόδι σου περίμενα να συμβεί το σημερινό. Μην σε ανησυχεί λοιπόν, και σου ζητώ ΣΥΓΝΩΜΗ για τους λόγους που θα σου ήταν αδύνατο να κατανοήσεις. Και όμως το παρατράβηξες. Σου έλεγα ‘φτάνει τώρα, εντάξει’ καθώς είχε επιτευχθεί ο σκοπός ΜΟΥ αλλά εσύ συνέχιζες. Δεν μπορεί, κάποιο σφάλμα θα έγινε στα άστρα που κυβερνάω, κάποια επιπλοκή. Με ΑΓΑΠΗ ο ανεψιός σου. Στον αγαπημένο μου θείο το παλλήκαρά που τα βάζη με τους υποσητιζόμενους. Εγώ όμως σε ΑΓΑΠΩ. (το περίστροφο της φωτογραφίας είναι ψεύτικο, μη φοβάσαι)».
Απόσπασμα της δεύτερης επιστολής του Θ. Σεχίδη προς τον θείο του Βασίλη |
Εκείνο το πρωί, η συζήτηση του Θεόφιλου και του θείου του σταδιακά εκτραχύνθηκε, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει συμπλοκή. «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μην βασανίζεται άλλο, του ‘κοψα με το μαχαίρι το κεφάλι» θα υποστηρίξει ο δράστης. Μερικές μέρες μετά, ο ιατροδικαστής Σερρών Μ. Γεωργιάδης, που εξέτασε το πτώμα του Βασίλη Σεχίδη, διέγνωσε «σοβαρότατη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και αποσπασματικά κατάγματα των κροταφικών άκρων. Το κρανίο ήταν διαμελισμένο, και στην τραχηλική χώρα ήταν εμφανής λαμδοειδής βαθιά κόψη (…)».
Στη συνέχεια, ο Θ. Σεχίδης αγόρασε ένα μονόκανο όπλο και ένα καινούργιο πουκάμισο (το προηγούμενο είχε γεμίσει αίματα) και λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε στο σπίτι του στον Λιμένα, περιμένοντας τα άλλα μέλη της οικογένειάς του. Πρώτος, έφτασε ο πατέρας του Δημήτρης. Ο Θ. Σεχίδης υποστήριξε πως τότε άρχισε νέος καβγάς. «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα» είπε. «Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι». Λίγο μετά, μπήκε στο σπίτι και η μητέρα του Μαρία. «Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι» είπε ο Θ. Σεχίδης, αλλά ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε κι αυτή πυροβοληθεί στο κεφάλι. Ακολούθησε η αδελφή του Έμμυ, που είχε ακούσει την φασαρία, μπήκε στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι για να αμυνθεί. Ο Θ. Σεχίδης υποστήριξε πως κρατούσε και αυτή μαχαίρι. «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο» θα συμπληρώσει.
Ο Θ. Σεχίδης έμεινε όλη την υπόλοιπη μέρα στο σπίτι, μαζί με τα πτώματα των τριών συγγενών του. Στο διάστημα αυτό, αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τα τοποθέτησε σε πιάτο στο ψυγείο! Ο ίδιος θα πει αργότερα: «Δυο-τρεις εγκεφάλους τους έβγαλα και τους έβαλα στο ψυγείο. (…) Είναι μια ξεχωριστή εμπειρία, που αναφέρεται σε ανατομία του εγκεφάλου κ.λπ. Γι αυτό. Επειδή είχα ασχοληθεί μ’ αυτά. Είχα κάποιες ψυχιατρικές και ιατρικές γνώσεις και ήθελα να εξετάσω την ανατομία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό είναι όλο. Δεν μετάνιωσα για τίποτα, καλά έκανα. Το ένα κεφάλι ήδη είχε σπάσει, τα μυαλά είχαν βγει, οπότε γιατί να μην τα βάλω στο ψυγείο…» (περιοδικό «Max» – Φεβρουάριος 1997). Τελικά, δεν… μελέτησε τους εγκεφάλους διότι «ήταν χαλασμένο το ψυγείο κι όταν τελείωσα με τα πτώματα και πήγα μετά από μια εβδομάδα να το πάρω (σ.σ.: το πιάτο) είχε αλλοιωθεί και το πέταξα» (εφημερίδα «Τα Νέα» – Τρίτη 20 Αυγούστου 1996).
Το επόμενο πρωί, εντελώς ανυποψίαστη για όσα είχαν ήδη διαδραματιστεί, η γιαγιά του Ερμίονη, που έμενε σε μικρή απόσταση, επισκέφτηκε το σπίτι. Προτού συνειδητοποιήσει το θέαμα του αιματηρού σκηνικού, που επικρατούσε εκεί, δέχτηκε ένα θανατηφόρο πλήγμα μαχαιριού στην καρδιά από τον εγγονό της, που υποστήριξε ότι «άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ, την σκότωσα».
Τα πέντε θύματα: από αριστερά, ο Δημήτρης Σεχίδης, η Μαρία Σεχίδη, η Έμμυ (Ερμιόνη) Σεχίδη, η Ερμιόνη Καλαμάρα και ο Βασίλης Σεχίδης |
Στη συνέχεια, ο δράστης σκέφτηκε να εξαφανίσει τα πτώματα. «Πήγε στην αποθήκη και πήρε ένα βαλιτσάκι, μέσα στο οποίο ο πατέρας του είχε διάφορα εργαλεία. Πήρε δύο αλυσοπρίονα και άρχισε να τεμαχίζει τα πτώματα (σ.σ.: κατ’ άλλες πληροφορίες, για τον σκοπό αυτό χρησιμοποίησε, επίσης, και δύο ειδικά ψαλίδια για το κούρεμα των προβάτων). Από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς αγόρασε μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών (σ.σ.: αργότερα, διαπιστώθηκε πως τις σακούλες αγόρασε από διαφορετικά καταστήματα, προκειμένου να μην κινήσει τις υποψίες) και έβαλε μέσα σ’ αυτές τα κομμάτια από τα άψυχα σώματα των θυμάτων. Με περισσή ψυχραιμία άρχισε τα δρομολόγια του θανάτου. Θάσος – Κεραμωτή τρεις φορές, με τρία διαφορετικά ‘φορτία’ στο πορτ-παγκάζ του αυτοκινήτου του πατέρα του» (εφημερίδα «Έθνος» – Παρασκευή 12 Αυγούστου 1996). «Σκέφτηκε, λοιπόν, να πετάξει τις σακούλες στις οποίες είχε χωρέσει τα μέλη των δικών του ανθρώπων στη χωματερή των Ταγαράδων (σ.σ.: κοντά στη Θεσσαλονίκη). ‘Είδα κάποιους φύλακες κι ένα οδηγό απορριμματοφόρου’ είπε στους αξιωματικούς που ασχολούνται με την υπόθεση. Έφυγε, λοιπόν, και αναζήτησε άλλο χώρο. Έκανε εκατοντάδες χιλιόμετρα και επέστρεψε στην Καβάλα. Κατέληξε στη χωματερή που βρίσκεται ανάμεσα στη Νέα Καρβάλη και την Κεραμωτή. Εκεί προσπάθησε να εξαφανίσει τις ‘αποδείξεις’ της αποτρόπαιας, της φρικιαστικής, της ανατριχιαστικής πράξης του»(εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – Σάββατο 10 Αυγούστου 1996).
Ο ίδιος θα πει, σχετικά: «Χρειάστηκα μια ημέρα για να τους τεμαχίσω έναν έναν ξεχωριστά, σε τέσσερα κομμάτια τον καθένα, χέρια, πόδια, κεφάλι, κορμός, μία ημέρα να τους ‘πακετάρω’ και μία ημέρα να τους μεταφέρω… Έκανα δύο δρομολόγια (…)» (από συνέντευξη στην εφημερίδα «Τα Νέα» – Δευτέρα 19 Αυγούστου 1996). Στις 24 Μαΐου, όλα είχαν τελειώσει…
Λίγες μέρες μετά την αποκάλυψη της πενταπλής δολοφονίας, ο ιατροδικαστής Μ. Γεωργιάδης, που επισκέφθηκε το σπίτι των φόνων, θα δηλώσει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα «Απογευματινή»: «Ήταν τόσο μακάβριο και συγκλονιστικό αυτό που αντίκρυσα στο ‘σπίτι-φρούριο’, που δεν περιγράφεται. Στους τοίχους, στις τουαλέτες, στα ταβάνια ήταν πεταμένα υπολείμματα εγκεφαλικής ουσίας μετά τους πυροβολισμούς που δέχτηκαν δύο από τα θύματα (ο πατέρας και η μάνα) στο κεφάλι. Σ’ όλο το σπίτι υπήρχε αίμα που είχε ξεραθεί. Το χαλί ήταν κόκκινο από το αίμα, ιδιαίτερα στο σημείο όπου σκότωσε την αδελφή του, την οποία χτύπησε μόνο στον θώρακα. Βρέθηκαν δύο αλυσοπρίονα και ένας πέλεκυς. Με τα σιδηροπρίονα έκοβε τα οστά των πτωμάτων και με το μαχαίρι τις σάρκες. Είναι φοβερό…» (εφημερίδα «Απογευματινή» – Δευτέρα 12 Αυγούστου 1996).
εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» – Σάββατο 10 Αυγούστου 1996 |
Εξάλλου, σε έναν από τους τοίχους του σπιτιού, βρέθηκε γραμμένη με μπογιά η λέξη: «Λάθος». Όταν ρωτήθηκε σχετικά από τους δημοσιογράφους τι σήμαινε αυτό, ο Θ. Σεχίδης απάντησε: «Το λάθος σημαίνει λάθος, τίποτα περισσότερο»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου