Στις 26 Μαΐου 1989, ημέρα Παρασκευή, στο κατάμεστο Άνφιλντ διεξαγόταν το τελευταίο παιχνίδι του Αγγλικού πρωταθλήματος εκείνης της περιόδου, μια διοργάνωση που κανονικά θα είχε ολοκληρωθεί ένα μήνα πριν αν στις 15 Απριλίου δεν συνέβαινε η τραγωδία στο Χίλσμπορο, στην οποία έχασαν τη ζωή τους 96 φίλαθλοι της Λίβερπουλ.
Από τη μια πλευρά του γηπέδου βρισκόταν η γηπεδούχος και πρωτοπόρος του πρωταθλήματος Λίβερπουλ με τις κλασσικές κόκκινες εμφανίσεις κι ένα μαύρο περιβραχιόνιο στο χέρι κάθε ποδοσφαιριστή, που υπενθύμιζε σε όλους τι είχε συμβεί μόλις έξι εβδομάδες πριν. Από την άλλη πλευρά και ντυμένοι με την κιτρινόμαυρη εκτός έδρας εμφάνιση τους και ένα άσπρο περιβραχιόνιο (για να ξεχωρίζει) στο χέρι ήταν παρατεταγμένοι οι δέκα Άγγλοι και ο ένας Ιρλανδός της Άρσεναλ, η οποία βρισκόταν στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας. Το παιχνίδι δεν ήταν απλά ένας αγώνας που θα έριχνε την αυλαία του πρωταθλήματος, ήταν ένα ματς που θα έκρινε τον τίτλο. Ενενήντα λεπτά αγώνα που είχαν ως έπαθλο ένα πρωτάθλημα. Μόνο που οι δυο ομάδες (όπως και σ” ένα άλλο μεγάλο παιχνίδι της ποδοσφαιρικής ιστορίας, το Βραζιλία-Ουρουγουάη του 1950) δεν ξεκινούσαν τον “τελικό” αυτόν από την ίδια αφετηρία.
Με όποιον τρόπο και αν διάβαζες τα δεδομένα που υπήρχαν πριν την έναρξη της αναμέτρησης, κατέληγες στο να συμφωνήσεις με τον τίτλο στο πρωτοσέλιδο της “Daily Mirror” εκείνης της ημέρας: «You Haven’t Got A Prayer, Arsenal». Η Λίβερπουλ ήταν η ομάδα που κυριαρχούσε στη χώρα εκείνη τη δεκαετία, ήταν η κάτοχος του τίτλου από την προηγούμενη σεζόν, έπαιζε στη φημισμένη έδρα της, είχε κερδίσει μόλις μια εβδομάδα πριν το Κύπελλο Αγγλίας νικώντας στον τελικό τη συμπολίτισσα Έβερτον, δεν είχε χάσει ποτέ παίζοντας με επιθετικό δίδυμο τους Ιαν Ρας και Όλντριτζ και ήταν αήττητη από το ξεκίνημα του 1989 – δηλαδή σχεδόν πέντε ολόκληρους μήνες – διάστημα κατά το οποίο μετρούσε 21 νίκες σε 24 παιχνίδια, κατόρθωμα που της είχε επιτρέψει να καλύψει την εντυπωσιακή διαφορά των 15 βαθμών που είχε αποκτήσει κάποια στιγμή η Άρσεναλ.
Μια Άρσεναλ από την άλλη που, όπως είναι απόλυτα κατανοητό από τα προηγούμενα, προερχόταν από ένα παρατεταμένο ντεφορμάρισμα στη διάρκεια του οποίου είχε 10 νίκες σε 20 αγώνες (μετρώντας μάλιστα μια ήττα και μια ισοπαλία στα δυο τελευταία κρίσιμα ματς πριν απ” αυτό το παιχνίδι) και εκτός αυτού είχε να κερδίσει μέσα στο Άνφιλντ 15 ολόκληρα χρόνια. Και το χειρότερο όλων ήταν ότι η Λίβερπουλ βρισκόταν τρεις βαθμούς πάνω, κάτι που σήμαινε ότι για να κερδίσουν τον τίτλο οι “Κανονιέρηδες” έπρεπε όχι μόνο να πάρουν το διπλό αλλά να νικήσουν με τουλάχιστον δυο γκολ διαφορά, ώστε σε περίπτωση ισοβαθμίας να κριθεί ο τίτλος στα υπέρ τους γκολ, ένα στατιστικό στο οποίο υπερτερούσαν των αντιπάλων τους.
Ενενήντα τρία αγωνιστικά λεπτά μετά από τη σέντρα του αγώνα η Άρσεναλ, το Αγγλικό ποδόσφαιρο, το παγκόσμιο ποδόσφαιρο αλλά και ο αθλητισμός γενικότερα είχαν αποκτήσει μια ακόμα όμορφη και αξέχαστη ιστορία για να γεμίσουν τις σχετικές, ρομαντικές λίστες τους. Είκοσι πέντε δευτερόλεπτα πριν τελειώσει το παιχνίδι και μαζί του και η ποδοσφαιρική χρονιά, ο Μάικλ Τόμας ευστοχούσε στο πιο απλό και ταυτόχρονα πιο δύσκολο και σημαντικό τετ-α-τετ της ζωής του, έκανε το 0-2 και χάριζε στην Άρσεναλ το πρώτο της πρωτάθλημα από το 1971.
Το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή όμως έκρυβε ακόμα μια μεγάλη έκπληξη. Παρά το λογικό σοκ από την αναπάντεχη αυτή τροπή, οι οπαδοί της Λίβερπουλ χειροκρότησαν θερμά τους παίκτες της Άρσεναλ που πανηγύριζαν έξαλλα στον αγωνιστικό χώρο δημιουργώντας μια τόσο όμορφη εικόνα που σε συνδυασμό με την συγκλονιστική εξέλιξη που είχε ο επίλογος της ποδοσφαιρικής χρονιάς απέπνεε για πρώτη φορά μετά από καιρό αισιοδοξία για το μέλλον του Αγγλικού ποδοσφαίρου, στο τέλος μιας δεκαετίας στην οποία κυριάρχησαν στην επικαιρότητα τα κρούσματα χουλιγκανισμού και βίας, οι διάφορες τραγωδίες (όπως του Χέιζελ και του Χίλσμπορο) και ο αποκλεισμός των ομάδων της χώρας από τις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε δυο δεκαετίες μετά ο συγγραφέας και αρθρογράφος της Guardian, Jason Cowley, «εκείνη τη νύχτα το ποδόσφαιρο ξαναγεννήθηκε», χάρη σ” ένα δραματικό παιχνίδι που «διόρθωσε τη φήμη του».
ΠΗΓΗ
Από τη μια πλευρά του γηπέδου βρισκόταν η γηπεδούχος και πρωτοπόρος του πρωταθλήματος Λίβερπουλ με τις κλασσικές κόκκινες εμφανίσεις κι ένα μαύρο περιβραχιόνιο στο χέρι κάθε ποδοσφαιριστή, που υπενθύμιζε σε όλους τι είχε συμβεί μόλις έξι εβδομάδες πριν. Από την άλλη πλευρά και ντυμένοι με την κιτρινόμαυρη εκτός έδρας εμφάνιση τους και ένα άσπρο περιβραχιόνιο (για να ξεχωρίζει) στο χέρι ήταν παρατεταγμένοι οι δέκα Άγγλοι και ο ένας Ιρλανδός της Άρσεναλ, η οποία βρισκόταν στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας. Το παιχνίδι δεν ήταν απλά ένας αγώνας που θα έριχνε την αυλαία του πρωταθλήματος, ήταν ένα ματς που θα έκρινε τον τίτλο. Ενενήντα λεπτά αγώνα που είχαν ως έπαθλο ένα πρωτάθλημα. Μόνο που οι δυο ομάδες (όπως και σ” ένα άλλο μεγάλο παιχνίδι της ποδοσφαιρικής ιστορίας, το Βραζιλία-Ουρουγουάη του 1950) δεν ξεκινούσαν τον “τελικό” αυτόν από την ίδια αφετηρία.
Με όποιον τρόπο και αν διάβαζες τα δεδομένα που υπήρχαν πριν την έναρξη της αναμέτρησης, κατέληγες στο να συμφωνήσεις με τον τίτλο στο πρωτοσέλιδο της “Daily Mirror” εκείνης της ημέρας: «You Haven’t Got A Prayer, Arsenal». Η Λίβερπουλ ήταν η ομάδα που κυριαρχούσε στη χώρα εκείνη τη δεκαετία, ήταν η κάτοχος του τίτλου από την προηγούμενη σεζόν, έπαιζε στη φημισμένη έδρα της, είχε κερδίσει μόλις μια εβδομάδα πριν το Κύπελλο Αγγλίας νικώντας στον τελικό τη συμπολίτισσα Έβερτον, δεν είχε χάσει ποτέ παίζοντας με επιθετικό δίδυμο τους Ιαν Ρας και Όλντριτζ και ήταν αήττητη από το ξεκίνημα του 1989 – δηλαδή σχεδόν πέντε ολόκληρους μήνες – διάστημα κατά το οποίο μετρούσε 21 νίκες σε 24 παιχνίδια, κατόρθωμα που της είχε επιτρέψει να καλύψει την εντυπωσιακή διαφορά των 15 βαθμών που είχε αποκτήσει κάποια στιγμή η Άρσεναλ.
Μια Άρσεναλ από την άλλη που, όπως είναι απόλυτα κατανοητό από τα προηγούμενα, προερχόταν από ένα παρατεταμένο ντεφορμάρισμα στη διάρκεια του οποίου είχε 10 νίκες σε 20 αγώνες (μετρώντας μάλιστα μια ήττα και μια ισοπαλία στα δυο τελευταία κρίσιμα ματς πριν απ” αυτό το παιχνίδι) και εκτός αυτού είχε να κερδίσει μέσα στο Άνφιλντ 15 ολόκληρα χρόνια. Και το χειρότερο όλων ήταν ότι η Λίβερπουλ βρισκόταν τρεις βαθμούς πάνω, κάτι που σήμαινε ότι για να κερδίσουν τον τίτλο οι “Κανονιέρηδες” έπρεπε όχι μόνο να πάρουν το διπλό αλλά να νικήσουν με τουλάχιστον δυο γκολ διαφορά, ώστε σε περίπτωση ισοβαθμίας να κριθεί ο τίτλος στα υπέρ τους γκολ, ένα στατιστικό στο οποίο υπερτερούσαν των αντιπάλων τους.
Ενενήντα τρία αγωνιστικά λεπτά μετά από τη σέντρα του αγώνα η Άρσεναλ, το Αγγλικό ποδόσφαιρο, το παγκόσμιο ποδόσφαιρο αλλά και ο αθλητισμός γενικότερα είχαν αποκτήσει μια ακόμα όμορφη και αξέχαστη ιστορία για να γεμίσουν τις σχετικές, ρομαντικές λίστες τους. Είκοσι πέντε δευτερόλεπτα πριν τελειώσει το παιχνίδι και μαζί του και η ποδοσφαιρική χρονιά, ο Μάικλ Τόμας ευστοχούσε στο πιο απλό και ταυτόχρονα πιο δύσκολο και σημαντικό τετ-α-τετ της ζωής του, έκανε το 0-2 και χάριζε στην Άρσεναλ το πρώτο της πρωτάθλημα από το 1971.
Το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή όμως έκρυβε ακόμα μια μεγάλη έκπληξη. Παρά το λογικό σοκ από την αναπάντεχη αυτή τροπή, οι οπαδοί της Λίβερπουλ χειροκρότησαν θερμά τους παίκτες της Άρσεναλ που πανηγύριζαν έξαλλα στον αγωνιστικό χώρο δημιουργώντας μια τόσο όμορφη εικόνα που σε συνδυασμό με την συγκλονιστική εξέλιξη που είχε ο επίλογος της ποδοσφαιρικής χρονιάς απέπνεε για πρώτη φορά μετά από καιρό αισιοδοξία για το μέλλον του Αγγλικού ποδοσφαίρου, στο τέλος μιας δεκαετίας στην οποία κυριάρχησαν στην επικαιρότητα τα κρούσματα χουλιγκανισμού και βίας, οι διάφορες τραγωδίες (όπως του Χέιζελ και του Χίλσμπορο) και ο αποκλεισμός των ομάδων της χώρας από τις Ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Όπως χαρακτηριστικά έγραψε δυο δεκαετίες μετά ο συγγραφέας και αρθρογράφος της Guardian, Jason Cowley, «εκείνη τη νύχτα το ποδόσφαιρο ξαναγεννήθηκε», χάρη σ” ένα δραματικό παιχνίδι που «διόρθωσε τη φήμη του».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου