O Zastro κάνει αναδρομή στο παρελθόν και θυμάται πιο τυχερή γενιά στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, την εποχή που το άθλημα στην Ελλάδα απογειώθηκε
Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά σχεδόν ευλογημένη μπασκετικά. Εκείνοι που θυμούνται τον "πελαργό" του ’87, το "Τζονς", το τριπλό σπάσιμο του Γκάλη με τους Σοβιετικούς, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος.
Είναι η γενιά που έζησε την αναγέννηση του αθλήματος, που κάθε απόγευμα έδινε ραντεβού μετά το μάθημα ή το φροντιστήριο στα ολοκαίνουρια γηπεδάκια που είχαν ξεφυτρώσει σε όλες τις γειτονιές, που προσπαθούσε μάταια να κινηθεί όπως ο Γκάλης, να αντιγράψει το "χειρόφρενο" του Γιαννάκη (χαρακτηριστική κίνηση του "Δράκου" ο οποίος ξαφνικά κοκκάλωνε έξω από τα 6.25 τότε και σούταρε δυνατά, σχεδόν χωρίς καμπύλη), μια γενιά που ακόμη πιστεύει ότι εάν ο Φάνης δούλευε περισσότερο και γυμναζόταν σωστά, θα είχε αφήσει εποχή στο ΝΒΑ, διότι ήταν ο πιο πλήρης Έλληνας παίκτης. Ο Φασούλας ήταν εκτός συζήτησης, όχι επειδή συμμετείχε λιγότερο στα ανδραγαθήματα, αλλά για τα 213 εκατοστά του που τον καθιστούσαν ακατάλληλο role model για όλους.
Η πιο τυχερή
Αυτή η γενιά είναι η πιο τυχερή απ’ όλες και σήμερα έχει εξιδανικεύσει τόσο πολύ το παρελθόν, που η έναρξη της Basket League του ΕΣΑΚΕ φέρνει στο νου αφορισμούς, θύμησες και μια βουτιά στο παρελθόν της αθωότητας και της μαγείας. Δεν είναι μόνο το αμιγώς μπασκετικό περιεχόμενο των αναμνήσεων - επιστημονικά είναι αποδεδειγμένο ότι ο εγκέφαλος προτιμά να συγκρατεί τα θετικά στοιχεία όταν χάνεις κάτι – αλλά και μια ολόκληρη εποχή που όλα ήταν πιο αγνά, πιο ξεκάθαρα και χωρίς βάρη στο μυαλό.
Να περιμένεις κάθε Τρίτη στο περίπτερο το "Τρίποντο", της Πέμπτες να κάθεσαι φρόνιμος προκειμένου να δεις τον Άρη στη Βαρκελώνη κι ας τελείωνε αργά. Αρκούσε την επόμενη μέρα να πεις στο σχολείο ότι είδες το νικητήριο καλάθι του Γκάλη, άκουσες διά ζώσης το "είναι κλοπή" του Φίλιππου, περίμενες με το πρόσωπο κολλημένο στην οβάλ τότε οθόνη, πότε θα ξεμαρκαριστεί ο "Πίξι" στη γωνιά για να σουτάρει για τρεις.
Πάντα γοήτευε το τρίποντο. Πάλι για λόγους αντικειμενικής δυσκολίας, το κάρφωμα τότε και οι αθλητικές επιδόσεις ήταν σχεδόν άγνωστες λέξεις, το αποκλειστικό δικαίωμα το είχαν οι Αμερικανοί, όπως ας πούμε ο Τζον Χάτσον του Πανιωνίου που κάποτε γκρέμισε μια μπασκέτα στο ΣΕΦ σε ένα από τα πρώτα all star games που προσπάθησε να διοργανώσει η ΕΟΚ. Μια ολόκληρη γενιά ζούσε και έπαιζε για το τρίποντο. Το μακρινό σουτ, το "χλατς", το "άγγιχτο". Ψήλωνες τότε και κυριολεκτικά και μεταφορικά εάν "κόλλαγες" δυο-τρία στη σειρά. Οι τυχεροί που είχαν συγγενείς ή γνωστούς overseas, αποκτούσαν και τις μονάκριβες βιντεοκασσέτες και ξεπατίκωναν το στυλ του Μπερντ, τότε στα καλύτερά του και στο peak της αντιπαλότητας με τους Lakers του άπιαστου Magic. To NBA ήταν μύθος, εντελώς ξένο με την Ευρώπη και το εγχώριο μπάσκετ, ένας άλλος κόσμος που φάνταζε πολύ μακρινός και μοναδικοί Ευρωπαίοι με αξιοσημείωτη παρουσία, ήταν ένας Γερμανός, ο Ντέτλεφ Σρεμπφ και ένας Ολλανδός, ο Ρικ Σμιτς, αμφότεροι προερχόμενοι από ανύπαρκτες σχολές και προϊόντα ουσιαστικά του αμερικανικού μπάσκετ.
Η ανάπτυξη του φαινομένου στην Ελλάδα ήταν ραγδαία. Απ’ άκρη σ’ άκρη παιδιά με μια μπάλα στο χέρι, με το "παίζω σε ομάδα" να θεωρείται παράσημο. Πολύ σπάνια συναντά κανείς 40άρη σήμερα χωρίς μια ιστορία "ήρωα της μιας μέρας". Στο σχολείο, στην ομάδα, στο "μονό", σε κάποια μπασκέτα με άγνωστους στις διακοπές. Όλοι έχουμε μια τέτοια ιστορία που χρόνο με το χρόνο διανθίζεται και οι 15 πόντοι που είχαμε σκοράρει κοντεύουν να γίνουν τριάντα, οι ασίστ έχουν γίνει no look showtime του Magic, το μπάσιμο ήταν "γκαλίστικο", είχαμε πάρει "και το φάουλ". Όλα ήταν μπάσκετ, ξεκινούσαν από το τσιμέντο και τις τέσσερεις γραμμές και έφταναν στα Reebok “pump”, στα "πρώτα" Nike Air Jordan, στα ακαταλαβίστικα Pony του Νίκου Γκάλη, με το tape να καλύπτει το λογότυπο. Και χρόνο με το χρόνο γινόταν ολοένα και καλύτερο.
Βραδιές με Άρη
H κατανυκτική Πέμπτη, η Πέμπτη του Άρη, με το Αλεξάνδρειο να πάλλεται, τους πάγκους "απέναντι", τον Ιωαννίδη να καπνίζει ιδρωμένος το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, το Ρωμανίδη, το Φιλίππου και κυρίως τον έναν και μοναδικό Γιώργο Δοξάκη. Τον άνθρωπο που ήξερες από την αρχή της σύνδεσης με τη Θεσσαλονίκη, ότι θα μπει στο τελευταίο ενάμισι λεπτό για την επαναφορά από το κέντρο, για να εκτελέσει τη "μία συν μία", επειδή ήταν εκ των ων ουκ άνευ ότι στο τέλος πρέπει να υπάρχουν τρεις χειριστές μέσα, τρεις "κοντοί", γιατί ψηλός σήμαινε περίπου άτεχνος. Ο Δοξάκης και η χωρίστρα του ήταν πάντα εκεί, ο Ντακουρί έκλεινε το Γκάλη, ο Γιαννάκης κάπου τράκαρε πάντα και διαμαρτυρόταν στο Ζιχ ή στο Μαϊνινί για φάουλ, ο Σούμποτιτς είχε βγει με φάουλ και ο Φιλίππου δεν έβαζε τις βολές. Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία, οι παίκτες μια γραμμή στο κέντρο, η επαναφορά, η αγωνία για το αν θα μπει η πρώτη βολή ούτως ώστε να ακολουθήσει και η δεύτερη που θα σιγουρέψει τη νίκη.
Μας ταξίδεψε ο Άρης, ήταν το υποκατάστατο της Εθνικής για όλους, έπαιζαν σε εκείνον ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, είχε το glam των πρώτων final 4, ακόμα πιο πριν τις χαμένες ευκαιρίες με το σπασμένο χέρι του Γκάλη κόντρα στη Βαρέζε, το ακόμη και σήμερα "σίγουρα ύποπτο" παιχνίδι στο Μιλάνο με την Tracer του Μάκαντου και του Μενεγκίν.
Δεν είναι ψέμα ότι η μισή Ελλάδα είχε γίνει Άρης, δεν είναι υπερβολή ότι στη Θεσσαλονίκη τα βράδια της Πέμπτης δεν κυκλοφορούσε ψυχή και τα καταστήματα έκλειναν διότι οι ιδιοκτήτες γνώριζαν εκ των προτέρων πως δεν θα πατήσει ψυχή διότι όλοι θα βλέπουν Άρη στην ΕΡΤ. Άλλωστε εάν το παιχνίδι ήταν σημαντικό ή έκρινε πρόκριση, θα γέμιζε μετά το "Ακρόαμα", θα ανέβαινε και η Μαρινέλλα στην πίστα να παραφράσει την επιτυχία του Λεωνίδα Βελλή: "με το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά...". Μέχρι που ήρθε το αντίπαλο δέος, εντελώς φυσιολογικά, απολύτως αναμενόμενα.
Η άνοδος του ΠΑΟΚ
Δεν ήταν δυνατόν η "μπασκετμάνα" να αναπνέει μόνο για μια ομάδα. Πρώτα μόνο με Βάρνερ, Κατσούλη, Φασούλα και Σταυρόπουλο.
Μετά ήρθε ο "Τεν-Τεν" Τζον Κόρφας που σούταρε με το ένα χέρι και τελευταίος ήρθε εκείνος. Ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία του μπασκετικού ΠΑΟΚ, ο παίκτης που έδωσε το έναυσμα στους κατ’ εξοχήν ποδοσφαιρικούς παοκτσήδες να ασχοληθούν με το άθλημα, ο γήινος και ταυτόχρονα εξωγήινος, Μπάνε Πρέλεβιτς. Σε μια νύχτα, ταξιδεύοντας με τη Μερσεντές του Νίκου Βεζυρτζή από Βελιγράδι – Θεσσαλονίκη χωρίς στάση. Στα 22 του, με το 7 στο πίσω μέρος της φανέλας και με το αγαπημένο ατού όλης της Ελλάδας: το τρίποντο. Μας συστήθηκε σύντομα με το μέχρι πρόσφατα ακατάρριπτο ρεκόρ των 10/14 εύστοχων σουτ τριών πόντων και ανάγκασε πολλούς ουδέτερους να ψηφίσουν ΠΑΟΚ. Διότι άπαντες τότε ανέμεναν τα δύο ματς στο Αλεξάνδρειο, το Άρης-ΠΑΟΚ, με το Αλεξάνδρειο κατάμεστο, πλυμμηρισμένο από κόσμο, χωρίς ίχνος κενής θέσης ακόμη και σους διαδρόμους, στα σκαλιά, στις εξόδους.
Ήταν και παραμένουν θρυλικά εκείνα τα Άρης-ΠΑΟΚ, καθήλωναν όλους τους Έλληνες που λόγω ιδιοσυγκρασίας και ενστίκτου επέλεγαν πλευρά κι ας απείχαν εκατοντάδες χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Το είχε προσπαθήσει και ο Πανιώνιος, αλλά χωρίς επιτυχία. Ο ΠΑΟΚ όμως πάντα έφτανε κοντά, ήταν εκείνος που έσπασε το αήττητο, εκείνος που αμφισβήτησε στα σοβαρά τα πρωτεία των ανίκητων. Μυθικές μάχες, απίστευτα σκηνικά, εκκενώσεις γηπέδων, "ποτέ, ποτέ, ποτέ", το καλάθι του Σέλλερς, το τρίποντο του Μπάνε από το κέντρο "με το βηματάκι", το τρίποντο του Γιαννάκη, τα "μπουκέτα" του Γκάλη με τον Πρέλεβιτς.
Τα ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής, γεμίζουν βιβλία από μόνα τους, θα μπορούσαν να διδάσκονται σαν ιστορικά αποστάγματα μπασκετικής κουλτούρας και να μεταλαμπαδεύονται στις επόμενες γενιές σαν την Παλαιά Διαθήκη του ελληνικού μπάσκετ.
Η TV και η μπασκετική παιδεία
Μπήκε στη ζωή μας η ιδιωτική τηλεόραση, ο Συρίγος μας έστελνε "για ένα ουισκάκι και επιστρέφουμε", έδινε το λόγο στο Δημήτρη Καρύδα στον αγωνιστικό χώρο και ακουγόταν ο zippo και η πρώτη – δυνατή – ρουφηξιά. Ανεκτίμητης αξίας μικρές στιγμές που κατέστησαν ένα ολόκληρο άθλημα σε θρησκεία, το έβαλαν στα σπίτια κάθε Έλληνα, το εκτόξευσαν στη στρατόσφαιρα της δεκαετίας του ’90. Ήταν πολύ τυχερή αυτή η γενιά γιατί μαζί με την εκτόξευση του ελληνικού μπάσκετ, συνέπεσε και η παρουσία του Michael Jordan στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί που το άθλημα εξακολουθούσε να είναι "κάτι άλλο" σε σχέση με αυτό που βιώναμε στην Ευρώπη. Το ΝΒΑ, οι Bulls και οι Bad Boys Pistons ήταν το μακρινό, το εξωτικό, το απίθανο σε σχέση με τις δικές μας δυνατότητες. Διαφορετική αντίληψη για το άθλημα, άλλες αθλητικές ικανότητες και φυσικά, η τεράστια τύχη να δούμε και να συμβαδίσουμε σαν θεατές μαζί με τον κορυφαίο όλων των εποχών, τον πρώτο ίσως μπασκετμπολίστα και αθλητή γενικότερα, που έγινε αποδεκτός από όλη την υφήλιο και το όνομά του ξεπέρασε κατά πολύ ακόμη και το όνομα της ίδιας της Λίγκας στην οποία μετείχε.
Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο πανέξυπνος Stern και έφτασε το μπάσκετ στο απόγειο της δημοτικότητάς του τη δεκαετία του ’90. Οι μυθικοί Bulls, το Sirius των Alan Parson’s Project και η παρουσίαση με τα laser, η γλώσσα του Mike που έβγαινε αφού τέντωνε το κορμί του και ήταν έτοιμος να καρφώσει, το “23”, ο διαγωνισμός καρφωμάτων με το "δικό μας" αργότερα Ντόμινικ, ο Τζέρυ Κράουζε, η τριγωνική επίθεση του Φιλ, η λύσσα των Knicks να αποδομήσουν το Chicago στην Ανατολή, το ματς με τους Cavs. Μοιάζουν σκόρπιες λέξεις, ατάκτως ερριμμένες, σε μια ολόκληρη γενιά φέρνουν στο νου τη νιότη και την τύχη να συμβαδίσει μαζί με τον καλύτερο. Πηγές ενημέρωσης πάντοτε το αγαπημένο "Τρίποντο", οι βιντεοκασσέτες που ολοένα και πλήθαιναν και άλλαζαν κάτοχο, αργότερα οι μεταμεσονύκτιες, μέχρι το πρωί μεταδόσεις του Mega, το πρώτο αρχέγονο dial-up "κάτι σαν ίντερνετ" εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας, με τον ήχο της γραμμής και τον πανηγυρισμό και την ικανοποίηση – σχεδόν ευτυχία – ζωγραφισμένη στο πρόσωπο: "συνδέθηκα". Ανήκουστο, ανείπωτο, ένιωθες σχεδόν σαν αστροναύτης του Appolo 13 που αποκαθιστούσε την επικοινωνία με το Houston.
Σιγά-σιγά το κοινό αποκτούσε και μπασκετική παιδεία, τα λιμνάζοντα μπασκετικά ύδατα των Αθηνών άρχισαν να δίνουν τα πρώτα σημεία ζωής, ο ΠΑΟΚ είχε σπάει το ρόδι και μετά το έπος της ΑΕΚ το ’68 στο Καλλιμάρμαρο, είχε φέρει και τη δεύτερη ευρωκούπα στην Ελλάδα με το συγκλονιστικό 76-72 εναντίον της Cai του "Σερίφη" Μανέλ Κομάς στη Γενεύη, το ελληνικό μπάσκετ είχε στα σπάργανα τη συλλογική του επανάσταση. Η Εθνική σταθερά εκεί, μας μάθαινε και νέες διοργανώσεις, Μουντομπάσκετ, "Ακρόπολις", το αγαπημένο Ευρωμπάσκετ που πάντοτε είναι για εμάς το Final Countdown των Europe (τιρινίνι), είχαμε πια απαιτήσεις από την ομάδα, η Ρώμη θεωρείτο αποτυχία για μια ομάδα που πριν το 1987 δεν υπήρχε σχεδόν στο χάρτη. Το μπάσκετ πια είχε γαλουχήσει για τα καλά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, χόρευαν εκατομμύρια και με την είσοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης για το θέαμα που γοήτευε άνδρες, γυναίκες, παιδιά.
Το 1992
Ορόσημο είναι το 1992, η χρονιά που ο Θεόφιλος Μητρούδης "απάλλαξε" τον Άρη από την παρουσία του Νίκου Γκάλη, χρονιά που ο ΠΑΟΚ μετά από δύο απανωτούς τελικούς Κυπελλούχων (ο ένας επιτυχής όπως αναφέρθηκε και ο δεύτερος κινηματογραφικά χαμένος με το τρίποντο του Πρέλεβιτς από τα 9 μέτρα και τη λάθος πάσα του Φασούλα στο Ρίκι Μπράουν) ξεκινούσε με στόχο το final 4 των Αθηνών σαν φαβορί και ασφαλώς η χρονιά που επιβεβαιώθηκε ότι ο επόμενος βασιλιάς του ελληνικού μπάσκετ είναι ο Ολυμπιακός του Γιάννη Ιωαννίδη, του ανθρώπου που μέσα σε μια διετία είχε μετατρέψει (με την αμέριστη αρωγή του Σωκράτη Κόκκαλη βεβαίως) μια ομάδα που δε γέμιζε το Παπαστράτειο σε δυνάμει outsider για την κατάκτηση του Πρωταθλητριών (οι παλαιότεροι θα θυμούνται τη γραμμή του Ζάρκο με τη Λιμόζ του Μάλκοβιτς).
Η μπασκετική λίγκα από το 1992 κι έπειτα θύμιζε πασαρέλα. Ήταν η παρθενική εμφάνιση και του ΕΣΑΚΕ στη διοργάνωση του πρωταθλήματος.
Παναθηναϊκός με Στόγιαν, Κόμαζετς και πρωτίστως Γκάλη αποφασισμένο να τον ξυπνήσει από το λήθαργο και με λύσσα να αποδείξει ότι είναι πάντα Γκάλης, Άρης με J.J. Andreson και το μακαρίτη Ρόι που στην πρώτη του εμφάνιση άλλαξε τον κωδικό για Θεσσαλονίκη (από 031 που ήταν τότε, σε 032 όση και η διαφορά στο πρώτο ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ της σεζόν), Ολυμπιακός με Ζάρκο, “Truth” (που αντικατέστησε τον ξεχασμένο σήμερα και αντικείμενο trivial Χίγκινς) και "Ξανθό", ΠΑΟΚ πρωταθλητής και με την καλύτερή του πεντάδα όλων των εποχών (Κόρφας, Πρέλεβιτς, Μπάρλοου, Λέβινγκστον, Φασούλας), Πανιώνιος με Φάνη, Μπόμπαν, “Hey, hey P.J.” και με το Κύπελλο του ’91 να κοσμεί την Αρτάκης, ανήκαν στην πρώτη ταχύτητα ενός πρωταθλήματος που αναμενόταν να είναι απλώς συγκλονιστικό.
Το επίπεδο είχε ξεφύγει, τα χρήματα από την ιδιωτική τηλεόραση και το υψηλότατο ενδιαφέρον του κοινού, είχαν οδηγήσει το μπάσκετ σε ύψη δημοτικότητας που μόνο το ποδόσφαιρο άγγιζε μέχρι τότε.
Μη φανταστεί κανείς ότι η λεγόμενη "δεύτερη ταχύτητα" υπολείπετο της πολυδιαφημισμένης πρώτης: μια πολύ "αγαπησιάρικη" ΑΕΚ των θερμών πιστών του Μόσχος, με τη δεύτερη version των Μοϊκανών. Παταβούκας, Γαλακτερός, Ποδαράς, Σέλλερς και ο εντυπωσιακός Χάμιλτον, αποτέλεσαν την τελευταία μεγάλη ΑΕΚ των early 90ς πριν σκορπίσουν στους πέντε ανέμους (παρέμεινε μόνο ο Δημήτρης Ποδαράς) και ο σύλλογος υποχωρήσει αισθητά βαθμολογικά.
Κοντά στην ΑΕΚ ανερχόμενες δυνάμεις όπως το Περιστέρι του Κορωνιού και του Τσερτς, ο Ηρακλής της μετά Ίνγκραμ (έτσι τον μάθαμε, ανώφελο να αναφέρεται ως Άνκρουμ) εποχής με τον Στιβ Μπαρτ που δυστυχώς απολαύσαμε ελάχιστα, το "γιατρό", τον Κακιούση, το θηριώδη Σάσκι, και ομάδες που η καθεμία είχε μια ιστορία να σου διηγηθεί.
Το θρυλικό Παγκράτι του Μετς με εκείνη την παλιοπαρέα προεξέχοντος του Σάκη Τζαλαλή "είσαι παληκάρι", ο Απόλλων Πατρών του Λούσιους Ντέηβις με την παράδοση στο άθλημα, η Δάφνη του Ρέλφορντ και του Δεμέναγα που στην πρεμιέρα κέρδισε τον Ολυμπιακό με εκείνο το απίθανο 105-103, ακόμη και το Σπόρτιγκ της "στρούγκας" , ο νεοφώτιστος Γυμναστικός στη Λάρισα και ο Πειραϊκός είχαν κάτι να πουν στο νέο, φανταχτερό πρωτάθλημα της Α1 κατηγορίας. Η σεζόν ήταν πραγματικά γεμάτη συγκινήσεις, από την αρχή ως το τέλος είτε εντός είτε εκτός συνόρων.
Ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος, το πέμπτο στην ιστορία του, ο ΠΑΟΚ έφτασε στο final 4 όπου αποκλείστηκε από την Benetton Treviso του Κούκοτς και κατόπιν κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο, ο Άρης πήρε σε εκείνον το μαύρο τελικό από όλες τις απόψεις (ανύπαρκτο θέαμα με το παιδικό 50-48 και θλιβερά έκτροπα στην εξέδρα και στο παρκέ), ο Ολυμπιακός "επέστρεψε" στο ελληνικό μπάσκετ αποκλείοντας διαδοχικά Άρη, ΠΑΟΚ με μειονέκτημα έδρας και κατόπιν κατέκτησε το πρωτάθλημα με ένα εσωτερικό διπλό στο ΣΕΦ, αφού προηγήθηκαν τα μπαλέτα του "ΔΙΟΓΕΝΗΣ" Palace.
To πρωτάθλημα και η σεζόν τα είχαν όλα. Και πολλά θετικά και ένα κορυφαίο δυστυχώς αρνητικό δυστύχημα, εκείνη την αποφράδα μέρα στη Νέα Σμύρνη με την τραγωδία του Μπόμπαν.
Κάπου εκεί με την αντίδραση του Γιάνκοβιτς έγινε αντιληπτό ότι η αθωότητα φεύγει, το μπάσκετ απέκτησε μια διάσταση "νίκη ή θάνατος", ο φανατισμός είχε παρεισφρύσει και παγιωθεί στους κόλπους του. Ο Μπόμπαν έσβησε το 2006, μαζί του έσβησε και ένα πολύ μεγάλο μέρος των αναμνήσεων, αλλά θέριεψε η βεβαιότητα ότι μιλάμε για ένα παιχνίδι, δεν είναι πόλεμος, δεν είναι ή ταν ή επί τας. I love this Game έλεγε το μότο του ΝΒΑ και οι Αμερικάνοι που γέννησαν και το παιχνίδι κάτι ξέρουν καλύτερα από εμάς. Όπως πάντα όμως, δεν κατορθώσαμε να διαχειριστούμε την ξαφνική ανάπτυξη του αθλήματος, δεν κεφαλαιοποιήσαμε όσο θα έπρεπε την ανάδειξη του μπάσκετ σε εθνικό άθλημα.
Έχτισε παράδοση
Σίγουρα δεν είναι και λίγα όσα πέτυχαν η Εθνική ομάδα αλλά και οι σύλλογοι προεξέχοντος του Παναθηναϊκού και κατόπιν του Ολυμπιακού, στο διάστημα που ακολούθησε μετά τη χρυσή επταετία της αθωότητας και της μπασκετικής έκρηξης. Η Ελλάδα έχτισε παράδοση, είναι μια τεράστια δύναμη στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, παράγει αθλητές, κατακτά τίτλους σε συλλογικό επίπεδο και η παρουσία των ομάδων μας στα final 4 της Ευρωλίγκας είναι εντυπωσιακή. Υπάρχει όμως μια διάχυτη αίσθηση ότι μπορούσαμε περισσότερα, μπορούμε καλύτερα, ειδικά αν ξανανάψει η φλόγα που ξαφνικά έγινε πυρκαγιά εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σίγουρα, συγκρίνοντας με την απογοητευτική εξαργύρωση της τεράστιας επιτυχίας του Euro2004 στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ τα πήγε ασυζητητί καλύτερα. Εκ των πραγμάτων όμως λόγω υφής και κουλτούρας θα πήγαινε καλύτερα, δεν τίθεται θέμα.
Το άθλημα εξελίχθηκε, σταθήκαμε τυχεροί και παράξαμε αθλητές που ανταποκρίθηκαν στις απείρως υψηλότερες απαιτήσεις που συν τω χρόνω σωρεύτηκαν. Δεν υπάρχει όμως το momentum, η συνωμοσία των πλανητών για να συμβούν πράγματα ταυτόχρονα. Οι βολές του Καμπούρη, το "όχι τρίποντο" του Συρίγου, η υψωμένη γροθιά του Γκάλη όταν έφυγε η μπάλα από το χέρι του Φάνη, ο μαύρος γάτος στο θυρεό του ξενοδοχείου στη Γάνδη που στέρησε το Κύπελλο από τον Ιωαννίδη, το κλάμα του Μπάνε στη Ναντ, η ραψωδία του Γουάιτ με τον Παναθηναϊκό στο "δικό μας" Μόσχος, το tracking στο video για τη χιλιοπαιγμένη κασσέτα των Celtics, οι "σαραντάρες" του Ίνγκραμ, η τρέλα του Παύλου να φέρει ακόμα και το Magic στον Παναθηναϊκό, οι παρέες που γράφουν ιστορία κατά Σαββόπουλο όπως εκείνη του Μετς, τα τσιρότα του Ντέρικ Τσίβους στη Δάφνη, οι μπύρες του παικταρά Ρόι, το κάρφωμα του Air από τη γραμμή των βολών, το "Τρίποντο" και το τρίποντο, οι Πέμπτες με τα κλειστά θέατρα, η αγωνία να βρεις ελεύθερη μπασκέτα στο γήπεδο της γειτονιάς, η "χρυσή" Spalding.
H πιο τυχερή γενιά στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ μέχρι την επόμενη όπως θα έλεγε κι ο μεγάλος Nick.
ΠΗΓΗ
Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά σχεδόν ευλογημένη μπασκετικά. Εκείνοι που θυμούνται τον "πελαργό" του ’87, το "Τζονς", το τριπλό σπάσιμο του Γκάλη με τους Σοβιετικούς, όπως έλεγε και ο αείμνηστος Φίλιππος Συρίγος.
Είναι η γενιά που έζησε την αναγέννηση του αθλήματος, που κάθε απόγευμα έδινε ραντεβού μετά το μάθημα ή το φροντιστήριο στα ολοκαίνουρια γηπεδάκια που είχαν ξεφυτρώσει σε όλες τις γειτονιές, που προσπαθούσε μάταια να κινηθεί όπως ο Γκάλης, να αντιγράψει το "χειρόφρενο" του Γιαννάκη (χαρακτηριστική κίνηση του "Δράκου" ο οποίος ξαφνικά κοκκάλωνε έξω από τα 6.25 τότε και σούταρε δυνατά, σχεδόν χωρίς καμπύλη), μια γενιά που ακόμη πιστεύει ότι εάν ο Φάνης δούλευε περισσότερο και γυμναζόταν σωστά, θα είχε αφήσει εποχή στο ΝΒΑ, διότι ήταν ο πιο πλήρης Έλληνας παίκτης. Ο Φασούλας ήταν εκτός συζήτησης, όχι επειδή συμμετείχε λιγότερο στα ανδραγαθήματα, αλλά για τα 213 εκατοστά του που τον καθιστούσαν ακατάλληλο role model για όλους.
Η πιο τυχερή
Αυτή η γενιά είναι η πιο τυχερή απ’ όλες και σήμερα έχει εξιδανικεύσει τόσο πολύ το παρελθόν, που η έναρξη της Basket League του ΕΣΑΚΕ φέρνει στο νου αφορισμούς, θύμησες και μια βουτιά στο παρελθόν της αθωότητας και της μαγείας. Δεν είναι μόνο το αμιγώς μπασκετικό περιεχόμενο των αναμνήσεων - επιστημονικά είναι αποδεδειγμένο ότι ο εγκέφαλος προτιμά να συγκρατεί τα θετικά στοιχεία όταν χάνεις κάτι – αλλά και μια ολόκληρη εποχή που όλα ήταν πιο αγνά, πιο ξεκάθαρα και χωρίς βάρη στο μυαλό.
Να περιμένεις κάθε Τρίτη στο περίπτερο το "Τρίποντο", της Πέμπτες να κάθεσαι φρόνιμος προκειμένου να δεις τον Άρη στη Βαρκελώνη κι ας τελείωνε αργά. Αρκούσε την επόμενη μέρα να πεις στο σχολείο ότι είδες το νικητήριο καλάθι του Γκάλη, άκουσες διά ζώσης το "είναι κλοπή" του Φίλιππου, περίμενες με το πρόσωπο κολλημένο στην οβάλ τότε οθόνη, πότε θα ξεμαρκαριστεί ο "Πίξι" στη γωνιά για να σουτάρει για τρεις.
Πάντα γοήτευε το τρίποντο. Πάλι για λόγους αντικειμενικής δυσκολίας, το κάρφωμα τότε και οι αθλητικές επιδόσεις ήταν σχεδόν άγνωστες λέξεις, το αποκλειστικό δικαίωμα το είχαν οι Αμερικανοί, όπως ας πούμε ο Τζον Χάτσον του Πανιωνίου που κάποτε γκρέμισε μια μπασκέτα στο ΣΕΦ σε ένα από τα πρώτα all star games που προσπάθησε να διοργανώσει η ΕΟΚ. Μια ολόκληρη γενιά ζούσε και έπαιζε για το τρίποντο. Το μακρινό σουτ, το "χλατς", το "άγγιχτο". Ψήλωνες τότε και κυριολεκτικά και μεταφορικά εάν "κόλλαγες" δυο-τρία στη σειρά. Οι τυχεροί που είχαν συγγενείς ή γνωστούς overseas, αποκτούσαν και τις μονάκριβες βιντεοκασσέτες και ξεπατίκωναν το στυλ του Μπερντ, τότε στα καλύτερά του και στο peak της αντιπαλότητας με τους Lakers του άπιαστου Magic. To NBA ήταν μύθος, εντελώς ξένο με την Ευρώπη και το εγχώριο μπάσκετ, ένας άλλος κόσμος που φάνταζε πολύ μακρινός και μοναδικοί Ευρωπαίοι με αξιοσημείωτη παρουσία, ήταν ένας Γερμανός, ο Ντέτλεφ Σρεμπφ και ένας Ολλανδός, ο Ρικ Σμιτς, αμφότεροι προερχόμενοι από ανύπαρκτες σχολές και προϊόντα ουσιαστικά του αμερικανικού μπάσκετ.
Η ανάπτυξη του φαινομένου στην Ελλάδα ήταν ραγδαία. Απ’ άκρη σ’ άκρη παιδιά με μια μπάλα στο χέρι, με το "παίζω σε ομάδα" να θεωρείται παράσημο. Πολύ σπάνια συναντά κανείς 40άρη σήμερα χωρίς μια ιστορία "ήρωα της μιας μέρας". Στο σχολείο, στην ομάδα, στο "μονό", σε κάποια μπασκέτα με άγνωστους στις διακοπές. Όλοι έχουμε μια τέτοια ιστορία που χρόνο με το χρόνο διανθίζεται και οι 15 πόντοι που είχαμε σκοράρει κοντεύουν να γίνουν τριάντα, οι ασίστ έχουν γίνει no look showtime του Magic, το μπάσιμο ήταν "γκαλίστικο", είχαμε πάρει "και το φάουλ". Όλα ήταν μπάσκετ, ξεκινούσαν από το τσιμέντο και τις τέσσερεις γραμμές και έφταναν στα Reebok “pump”, στα "πρώτα" Nike Air Jordan, στα ακαταλαβίστικα Pony του Νίκου Γκάλη, με το tape να καλύπτει το λογότυπο. Και χρόνο με το χρόνο γινόταν ολοένα και καλύτερο.
Βραδιές με Άρη
H κατανυκτική Πέμπτη, η Πέμπτη του Άρη, με το Αλεξάνδρειο να πάλλεται, τους πάγκους "απέναντι", τον Ιωαννίδη να καπνίζει ιδρωμένος το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, το Ρωμανίδη, το Φιλίππου και κυρίως τον έναν και μοναδικό Γιώργο Δοξάκη. Τον άνθρωπο που ήξερες από την αρχή της σύνδεσης με τη Θεσσαλονίκη, ότι θα μπει στο τελευταίο ενάμισι λεπτό για την επαναφορά από το κέντρο, για να εκτελέσει τη "μία συν μία", επειδή ήταν εκ των ων ουκ άνευ ότι στο τέλος πρέπει να υπάρχουν τρεις χειριστές μέσα, τρεις "κοντοί", γιατί ψηλός σήμαινε περίπου άτεχνος. Ο Δοξάκης και η χωρίστρα του ήταν πάντα εκεί, ο Ντακουρί έκλεινε το Γκάλη, ο Γιαννάκης κάπου τράκαρε πάντα και διαμαρτυρόταν στο Ζιχ ή στο Μαϊνινί για φάουλ, ο Σούμποτιτς είχε βγει με φάουλ και ο Φιλίππου δεν έβαζε τις βολές. Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία, οι παίκτες μια γραμμή στο κέντρο, η επαναφορά, η αγωνία για το αν θα μπει η πρώτη βολή ούτως ώστε να ακολουθήσει και η δεύτερη που θα σιγουρέψει τη νίκη.
Μας ταξίδεψε ο Άρης, ήταν το υποκατάστατο της Εθνικής για όλους, έπαιζαν σε εκείνον ο Γκάλης και ο Γιαννάκης, είχε το glam των πρώτων final 4, ακόμα πιο πριν τις χαμένες ευκαιρίες με το σπασμένο χέρι του Γκάλη κόντρα στη Βαρέζε, το ακόμη και σήμερα "σίγουρα ύποπτο" παιχνίδι στο Μιλάνο με την Tracer του Μάκαντου και του Μενεγκίν.
Δεν είναι ψέμα ότι η μισή Ελλάδα είχε γίνει Άρης, δεν είναι υπερβολή ότι στη Θεσσαλονίκη τα βράδια της Πέμπτης δεν κυκλοφορούσε ψυχή και τα καταστήματα έκλειναν διότι οι ιδιοκτήτες γνώριζαν εκ των προτέρων πως δεν θα πατήσει ψυχή διότι όλοι θα βλέπουν Άρη στην ΕΡΤ. Άλλωστε εάν το παιχνίδι ήταν σημαντικό ή έκρινε πρόκριση, θα γέμιζε μετά το "Ακρόαμα", θα ανέβαινε και η Μαρινέλλα στην πίστα να παραφράσει την επιτυχία του Λεωνίδα Βελλή: "με το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά...". Μέχρι που ήρθε το αντίπαλο δέος, εντελώς φυσιολογικά, απολύτως αναμενόμενα.
Η άνοδος του ΠΑΟΚ
Δεν ήταν δυνατόν η "μπασκετμάνα" να αναπνέει μόνο για μια ομάδα. Πρώτα μόνο με Βάρνερ, Κατσούλη, Φασούλα και Σταυρόπουλο.
Μετά ήρθε ο "Τεν-Τεν" Τζον Κόρφας που σούταρε με το ένα χέρι και τελευταίος ήρθε εκείνος. Ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία του μπασκετικού ΠΑΟΚ, ο παίκτης που έδωσε το έναυσμα στους κατ’ εξοχήν ποδοσφαιρικούς παοκτσήδες να ασχοληθούν με το άθλημα, ο γήινος και ταυτόχρονα εξωγήινος, Μπάνε Πρέλεβιτς. Σε μια νύχτα, ταξιδεύοντας με τη Μερσεντές του Νίκου Βεζυρτζή από Βελιγράδι – Θεσσαλονίκη χωρίς στάση. Στα 22 του, με το 7 στο πίσω μέρος της φανέλας και με το αγαπημένο ατού όλης της Ελλάδας: το τρίποντο. Μας συστήθηκε σύντομα με το μέχρι πρόσφατα ακατάρριπτο ρεκόρ των 10/14 εύστοχων σουτ τριών πόντων και ανάγκασε πολλούς ουδέτερους να ψηφίσουν ΠΑΟΚ. Διότι άπαντες τότε ανέμεναν τα δύο ματς στο Αλεξάνδρειο, το Άρης-ΠΑΟΚ, με το Αλεξάνδρειο κατάμεστο, πλυμμηρισμένο από κόσμο, χωρίς ίχνος κενής θέσης ακόμη και σους διαδρόμους, στα σκαλιά, στις εξόδους.
Ήταν και παραμένουν θρυλικά εκείνα τα Άρης-ΠΑΟΚ, καθήλωναν όλους τους Έλληνες που λόγω ιδιοσυγκρασίας και ενστίκτου επέλεγαν πλευρά κι ας απείχαν εκατοντάδες χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη. Το είχε προσπαθήσει και ο Πανιώνιος, αλλά χωρίς επιτυχία. Ο ΠΑΟΚ όμως πάντα έφτανε κοντά, ήταν εκείνος που έσπασε το αήττητο, εκείνος που αμφισβήτησε στα σοβαρά τα πρωτεία των ανίκητων. Μυθικές μάχες, απίστευτα σκηνικά, εκκενώσεις γηπέδων, "ποτέ, ποτέ, ποτέ", το καλάθι του Σέλλερς, το τρίποντο του Μπάνε από το κέντρο "με το βηματάκι", το τρίποντο του Γιαννάκη, τα "μπουκέτα" του Γκάλη με τον Πρέλεβιτς.
Τα ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ εκείνης της εποχής, γεμίζουν βιβλία από μόνα τους, θα μπορούσαν να διδάσκονται σαν ιστορικά αποστάγματα μπασκετικής κουλτούρας και να μεταλαμπαδεύονται στις επόμενες γενιές σαν την Παλαιά Διαθήκη του ελληνικού μπάσκετ.
Η TV και η μπασκετική παιδεία
Μπήκε στη ζωή μας η ιδιωτική τηλεόραση, ο Συρίγος μας έστελνε "για ένα ουισκάκι και επιστρέφουμε", έδινε το λόγο στο Δημήτρη Καρύδα στον αγωνιστικό χώρο και ακουγόταν ο zippo και η πρώτη – δυνατή – ρουφηξιά. Ανεκτίμητης αξίας μικρές στιγμές που κατέστησαν ένα ολόκληρο άθλημα σε θρησκεία, το έβαλαν στα σπίτια κάθε Έλληνα, το εκτόξευσαν στη στρατόσφαιρα της δεκαετίας του ’90. Ήταν πολύ τυχερή αυτή η γενιά γιατί μαζί με την εκτόξευση του ελληνικού μπάσκετ, συνέπεσε και η παρουσία του Michael Jordan στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί που το άθλημα εξακολουθούσε να είναι "κάτι άλλο" σε σχέση με αυτό που βιώναμε στην Ευρώπη. Το ΝΒΑ, οι Bulls και οι Bad Boys Pistons ήταν το μακρινό, το εξωτικό, το απίθανο σε σχέση με τις δικές μας δυνατότητες. Διαφορετική αντίληψη για το άθλημα, άλλες αθλητικές ικανότητες και φυσικά, η τεράστια τύχη να δούμε και να συμβαδίσουμε σαν θεατές μαζί με τον κορυφαίο όλων των εποχών, τον πρώτο ίσως μπασκετμπολίστα και αθλητή γενικότερα, που έγινε αποδεκτός από όλη την υφήλιο και το όνομά του ξεπέρασε κατά πολύ ακόμη και το όνομα της ίδιας της Λίγκας στην οποία μετείχε.
Αυτό εκμεταλλεύτηκε ο πανέξυπνος Stern και έφτασε το μπάσκετ στο απόγειο της δημοτικότητάς του τη δεκαετία του ’90. Οι μυθικοί Bulls, το Sirius των Alan Parson’s Project και η παρουσίαση με τα laser, η γλώσσα του Mike που έβγαινε αφού τέντωνε το κορμί του και ήταν έτοιμος να καρφώσει, το “23”, ο διαγωνισμός καρφωμάτων με το "δικό μας" αργότερα Ντόμινικ, ο Τζέρυ Κράουζε, η τριγωνική επίθεση του Φιλ, η λύσσα των Knicks να αποδομήσουν το Chicago στην Ανατολή, το ματς με τους Cavs. Μοιάζουν σκόρπιες λέξεις, ατάκτως ερριμμένες, σε μια ολόκληρη γενιά φέρνουν στο νου τη νιότη και την τύχη να συμβαδίσει μαζί με τον καλύτερο. Πηγές ενημέρωσης πάντοτε το αγαπημένο "Τρίποντο", οι βιντεοκασσέτες που ολοένα και πλήθαιναν και άλλαζαν κάτοχο, αργότερα οι μεταμεσονύκτιες, μέχρι το πρωί μεταδόσεις του Mega, το πρώτο αρχέγονο dial-up "κάτι σαν ίντερνετ" εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας, με τον ήχο της γραμμής και τον πανηγυρισμό και την ικανοποίηση – σχεδόν ευτυχία – ζωγραφισμένη στο πρόσωπο: "συνδέθηκα". Ανήκουστο, ανείπωτο, ένιωθες σχεδόν σαν αστροναύτης του Appolo 13 που αποκαθιστούσε την επικοινωνία με το Houston.
Σιγά-σιγά το κοινό αποκτούσε και μπασκετική παιδεία, τα λιμνάζοντα μπασκετικά ύδατα των Αθηνών άρχισαν να δίνουν τα πρώτα σημεία ζωής, ο ΠΑΟΚ είχε σπάει το ρόδι και μετά το έπος της ΑΕΚ το ’68 στο Καλλιμάρμαρο, είχε φέρει και τη δεύτερη ευρωκούπα στην Ελλάδα με το συγκλονιστικό 76-72 εναντίον της Cai του "Σερίφη" Μανέλ Κομάς στη Γενεύη, το ελληνικό μπάσκετ είχε στα σπάργανα τη συλλογική του επανάσταση. Η Εθνική σταθερά εκεί, μας μάθαινε και νέες διοργανώσεις, Μουντομπάσκετ, "Ακρόπολις", το αγαπημένο Ευρωμπάσκετ που πάντοτε είναι για εμάς το Final Countdown των Europe (τιρινίνι), είχαμε πια απαιτήσεις από την ομάδα, η Ρώμη θεωρείτο αποτυχία για μια ομάδα που πριν το 1987 δεν υπήρχε σχεδόν στο χάρτη. Το μπάσκετ πια είχε γαλουχήσει για τα καλά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, χόρευαν εκατομμύρια και με την είσοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης για το θέαμα που γοήτευε άνδρες, γυναίκες, παιδιά.
Το 1992
Ορόσημο είναι το 1992, η χρονιά που ο Θεόφιλος Μητρούδης "απάλλαξε" τον Άρη από την παρουσία του Νίκου Γκάλη, χρονιά που ο ΠΑΟΚ μετά από δύο απανωτούς τελικούς Κυπελλούχων (ο ένας επιτυχής όπως αναφέρθηκε και ο δεύτερος κινηματογραφικά χαμένος με το τρίποντο του Πρέλεβιτς από τα 9 μέτρα και τη λάθος πάσα του Φασούλα στο Ρίκι Μπράουν) ξεκινούσε με στόχο το final 4 των Αθηνών σαν φαβορί και ασφαλώς η χρονιά που επιβεβαιώθηκε ότι ο επόμενος βασιλιάς του ελληνικού μπάσκετ είναι ο Ολυμπιακός του Γιάννη Ιωαννίδη, του ανθρώπου που μέσα σε μια διετία είχε μετατρέψει (με την αμέριστη αρωγή του Σωκράτη Κόκκαλη βεβαίως) μια ομάδα που δε γέμιζε το Παπαστράτειο σε δυνάμει outsider για την κατάκτηση του Πρωταθλητριών (οι παλαιότεροι θα θυμούνται τη γραμμή του Ζάρκο με τη Λιμόζ του Μάλκοβιτς).
Η μπασκετική λίγκα από το 1992 κι έπειτα θύμιζε πασαρέλα. Ήταν η παρθενική εμφάνιση και του ΕΣΑΚΕ στη διοργάνωση του πρωταθλήματος.
Παναθηναϊκός με Στόγιαν, Κόμαζετς και πρωτίστως Γκάλη αποφασισμένο να τον ξυπνήσει από το λήθαργο και με λύσσα να αποδείξει ότι είναι πάντα Γκάλης, Άρης με J.J. Andreson και το μακαρίτη Ρόι που στην πρώτη του εμφάνιση άλλαξε τον κωδικό για Θεσσαλονίκη (από 031 που ήταν τότε, σε 032 όση και η διαφορά στο πρώτο ντέρμπι Άρης-ΠΑΟΚ της σεζόν), Ολυμπιακός με Ζάρκο, “Truth” (που αντικατέστησε τον ξεχασμένο σήμερα και αντικείμενο trivial Χίγκινς) και "Ξανθό", ΠΑΟΚ πρωταθλητής και με την καλύτερή του πεντάδα όλων των εποχών (Κόρφας, Πρέλεβιτς, Μπάρλοου, Λέβινγκστον, Φασούλας), Πανιώνιος με Φάνη, Μπόμπαν, “Hey, hey P.J.” και με το Κύπελλο του ’91 να κοσμεί την Αρτάκης, ανήκαν στην πρώτη ταχύτητα ενός πρωταθλήματος που αναμενόταν να είναι απλώς συγκλονιστικό.
Το επίπεδο είχε ξεφύγει, τα χρήματα από την ιδιωτική τηλεόραση και το υψηλότατο ενδιαφέρον του κοινού, είχαν οδηγήσει το μπάσκετ σε ύψη δημοτικότητας που μόνο το ποδόσφαιρο άγγιζε μέχρι τότε.
Μη φανταστεί κανείς ότι η λεγόμενη "δεύτερη ταχύτητα" υπολείπετο της πολυδιαφημισμένης πρώτης: μια πολύ "αγαπησιάρικη" ΑΕΚ των θερμών πιστών του Μόσχος, με τη δεύτερη version των Μοϊκανών. Παταβούκας, Γαλακτερός, Ποδαράς, Σέλλερς και ο εντυπωσιακός Χάμιλτον, αποτέλεσαν την τελευταία μεγάλη ΑΕΚ των early 90ς πριν σκορπίσουν στους πέντε ανέμους (παρέμεινε μόνο ο Δημήτρης Ποδαράς) και ο σύλλογος υποχωρήσει αισθητά βαθμολογικά.
Κοντά στην ΑΕΚ ανερχόμενες δυνάμεις όπως το Περιστέρι του Κορωνιού και του Τσερτς, ο Ηρακλής της μετά Ίνγκραμ (έτσι τον μάθαμε, ανώφελο να αναφέρεται ως Άνκρουμ) εποχής με τον Στιβ Μπαρτ που δυστυχώς απολαύσαμε ελάχιστα, το "γιατρό", τον Κακιούση, το θηριώδη Σάσκι, και ομάδες που η καθεμία είχε μια ιστορία να σου διηγηθεί.
Το θρυλικό Παγκράτι του Μετς με εκείνη την παλιοπαρέα προεξέχοντος του Σάκη Τζαλαλή "είσαι παληκάρι", ο Απόλλων Πατρών του Λούσιους Ντέηβις με την παράδοση στο άθλημα, η Δάφνη του Ρέλφορντ και του Δεμέναγα που στην πρεμιέρα κέρδισε τον Ολυμπιακό με εκείνο το απίθανο 105-103, ακόμη και το Σπόρτιγκ της "στρούγκας" , ο νεοφώτιστος Γυμναστικός στη Λάρισα και ο Πειραϊκός είχαν κάτι να πουν στο νέο, φανταχτερό πρωτάθλημα της Α1 κατηγορίας. Η σεζόν ήταν πραγματικά γεμάτη συγκινήσεις, από την αρχή ως το τέλος είτε εντός είτε εκτός συνόρων.
Ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος, το πέμπτο στην ιστορία του, ο ΠΑΟΚ έφτασε στο final 4 όπου αποκλείστηκε από την Benetton Treviso του Κούκοτς και κατόπιν κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο, ο Άρης πήρε σε εκείνον το μαύρο τελικό από όλες τις απόψεις (ανύπαρκτο θέαμα με το παιδικό 50-48 και θλιβερά έκτροπα στην εξέδρα και στο παρκέ), ο Ολυμπιακός "επέστρεψε" στο ελληνικό μπάσκετ αποκλείοντας διαδοχικά Άρη, ΠΑΟΚ με μειονέκτημα έδρας και κατόπιν κατέκτησε το πρωτάθλημα με ένα εσωτερικό διπλό στο ΣΕΦ, αφού προηγήθηκαν τα μπαλέτα του "ΔΙΟΓΕΝΗΣ" Palace.
To πρωτάθλημα και η σεζόν τα είχαν όλα. Και πολλά θετικά και ένα κορυφαίο δυστυχώς αρνητικό δυστύχημα, εκείνη την αποφράδα μέρα στη Νέα Σμύρνη με την τραγωδία του Μπόμπαν.
Κάπου εκεί με την αντίδραση του Γιάνκοβιτς έγινε αντιληπτό ότι η αθωότητα φεύγει, το μπάσκετ απέκτησε μια διάσταση "νίκη ή θάνατος", ο φανατισμός είχε παρεισφρύσει και παγιωθεί στους κόλπους του. Ο Μπόμπαν έσβησε το 2006, μαζί του έσβησε και ένα πολύ μεγάλο μέρος των αναμνήσεων, αλλά θέριεψε η βεβαιότητα ότι μιλάμε για ένα παιχνίδι, δεν είναι πόλεμος, δεν είναι ή ταν ή επί τας. I love this Game έλεγε το μότο του ΝΒΑ και οι Αμερικάνοι που γέννησαν και το παιχνίδι κάτι ξέρουν καλύτερα από εμάς. Όπως πάντα όμως, δεν κατορθώσαμε να διαχειριστούμε την ξαφνική ανάπτυξη του αθλήματος, δεν κεφαλαιοποιήσαμε όσο θα έπρεπε την ανάδειξη του μπάσκετ σε εθνικό άθλημα.
Έχτισε παράδοση
Σίγουρα δεν είναι και λίγα όσα πέτυχαν η Εθνική ομάδα αλλά και οι σύλλογοι προεξέχοντος του Παναθηναϊκού και κατόπιν του Ολυμπιακού, στο διάστημα που ακολούθησε μετά τη χρυσή επταετία της αθωότητας και της μπασκετικής έκρηξης. Η Ελλάδα έχτισε παράδοση, είναι μια τεράστια δύναμη στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, παράγει αθλητές, κατακτά τίτλους σε συλλογικό επίπεδο και η παρουσία των ομάδων μας στα final 4 της Ευρωλίγκας είναι εντυπωσιακή. Υπάρχει όμως μια διάχυτη αίσθηση ότι μπορούσαμε περισσότερα, μπορούμε καλύτερα, ειδικά αν ξανανάψει η φλόγα που ξαφνικά έγινε πυρκαγιά εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Σίγουρα, συγκρίνοντας με την απογοητευτική εξαργύρωση της τεράστιας επιτυχίας του Euro2004 στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ τα πήγε ασυζητητί καλύτερα. Εκ των πραγμάτων όμως λόγω υφής και κουλτούρας θα πήγαινε καλύτερα, δεν τίθεται θέμα.
Το άθλημα εξελίχθηκε, σταθήκαμε τυχεροί και παράξαμε αθλητές που ανταποκρίθηκαν στις απείρως υψηλότερες απαιτήσεις που συν τω χρόνω σωρεύτηκαν. Δεν υπάρχει όμως το momentum, η συνωμοσία των πλανητών για να συμβούν πράγματα ταυτόχρονα. Οι βολές του Καμπούρη, το "όχι τρίποντο" του Συρίγου, η υψωμένη γροθιά του Γκάλη όταν έφυγε η μπάλα από το χέρι του Φάνη, ο μαύρος γάτος στο θυρεό του ξενοδοχείου στη Γάνδη που στέρησε το Κύπελλο από τον Ιωαννίδη, το κλάμα του Μπάνε στη Ναντ, η ραψωδία του Γουάιτ με τον Παναθηναϊκό στο "δικό μας" Μόσχος, το tracking στο video για τη χιλιοπαιγμένη κασσέτα των Celtics, οι "σαραντάρες" του Ίνγκραμ, η τρέλα του Παύλου να φέρει ακόμα και το Magic στον Παναθηναϊκό, οι παρέες που γράφουν ιστορία κατά Σαββόπουλο όπως εκείνη του Μετς, τα τσιρότα του Ντέρικ Τσίβους στη Δάφνη, οι μπύρες του παικταρά Ρόι, το κάρφωμα του Air από τη γραμμή των βολών, το "Τρίποντο" και το τρίποντο, οι Πέμπτες με τα κλειστά θέατρα, η αγωνία να βρεις ελεύθερη μπασκέτα στο γήπεδο της γειτονιάς, η "χρυσή" Spalding.
H πιο τυχερή γενιά στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ μέχρι την επόμενη όπως θα έλεγε κι ο μεγάλος Nick.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου