To Contra.gr κάνει flash back και γυρίζει το χρόνο 12 χρόνια πίσω για να θυμηθεί μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Ακη Ζήκου.
Τι έλεγε ο Ελληνας διεθνής μέσος της ΑΕΚ για τους πολιτικούς που τα ξέρουν όλα αλλά και για το ενδεχόμενο να μπουν στο κουπόνι παχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος.
Η ταυτότητα της συνέντευξης
Μέσο: Περιοδικό «Αθλος» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία»
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 23/10/2000
Δημοσιογράφος: Γιάννης Ξενάκης
Το φθινόπωρο του 2000 η Εθνική ομάδα έκανε το λάθος να ηττηθεί από την Αλβανία για τα προκριματικά του Moυντιάλ του 2002. Ακολούθως, οι διεθνείς άκουσαν τα εξ αμάξης από δικαίους και αδίκους σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, ακόμα και από ανθρώπους που είχαν επιδερμική σχέση με το ποδόσφαιρο. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιάννη Ξενάκη, ο Ακης Ζήκος μιλά γι' αυτά τα φαινόμενα, αφηγείται την πίεση που ασκούνταν στην ΑΕΚ για την κατάκτηση ενός τίτλου και χαρακτηρίζει αστείο το ενδεχόμενο να μπουν τα ματς του ελληνικού πρωταθλήματος στο στοίχημα. Που να 'ξερε...
To πρόβλημα λοιπόν είναι ότι σαν κρίνουν άσχετοι με το αντικείμενο;
«Πόσοι είναι οι σχετικοί στην Ελλάδα με το αντικείμενο; Και επί του προκειμένου, με το ποδόσφαιρο; Εγώ δεν ξέρω κανέναν σχετικό. Ειλικρινά δεν έχω δει κανέναν πραγματικό γνώστη να κάνει σωστή κριτική. Να του πω «μπράβο ρε φίλε, τα είπες πολύ καλά». Ολοι μας κρίνουν εντελώς επιδερμικά. Είτε είναι από τηλεόραση, είτε σε περιοδικά και εφημερίδες. Υπάρχουν δημοσιογράφοι που κρίνουν τον Ελληνα ποδοσφαιριστή ανάλογα με την ομάδα που παίζει, με το πόσο μεγάλη δύναμη έχει στο χώρο, με ποια συχνότητα μιλάει στους δημοσιογράφους, αν τους έχει κολλητούς, αν τους λες «γεια» στο αεροδρόμιο. Και το κυριότερο, οι πιο πολλοί δεν γνωρίζουν τη δουλειά που κάνει ένας ποδοσφαιριστής στο γήπεδο. Θα του αρέσει, για παράδειγμα, αν κάνει κάποιος πέντε ντρίμπλες και δεν θα κοιτάξει αν ο διπλανός κυνηγάει την ουσία στο γήπεδο».
Σε ενοχλούν αυτές οι καταστάσεις; Δεν τις προσπερνάς αμέσως;
«Ναι μ’ ενοχλούν, είμαι άνθρωπος που επηρεάζομαι τρομερά. Επηρεάζομαι από κάτι που θα πει κάποιος μέσα στο γήπεδο, έξω από το γήπεδο, από κάτι που θα μου πει ένας φίλος μου. Είναι πολύ άσχημο αυτό. Ισως είναι θέμα χαρακτήρα, είμαι άνθρωπος που πολλές τα φέρνει τοις μετρητοίς. Μ’ αρέσει να πηγαίνουν καλά τα πράγματα. Δεν γίνεται φυσικά αυτό πάντα, και το ξέρω. Αυτό που δεν θέλω να βλέπω είναι η κακοπροαίρετη κριτική. Και λόγια πίσω από την πλάτη μου».
Επί της ουσίας όμως , δεν είναι και ό,τι καλύτερο για την εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου αυτή η ήττα…
«Τι να πεις, τι να πούμε τώρα. Και εγώ σαν φίλαθλος δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα. Τέλος πάντων, για όσους είδαν το παιχνίδι, γιατί αρκετοί απ’ αυτούς που μίλησαν αμφιβάλλω αν το είδαν, δεν μπορείς να προσάψεις στους παίκτες ζήτημα αδιαφορίας. Ότι δεν μας ένοιαξε, ότι παίρνουμε πεντακόσια-εξακόσια εκατομμύρια, έχω ακούσει παλαβά νούμερα από τότε. Δεν στέκομαι στις ευκαιρίες που χάσαμε. Σταθείτε λίγο, βρε παιδιά, δεν μπήκαμε για να χάσουμε. Για να νικήσουμε παίξαμε».
Το αποτέλεσμα είναι όμως αυτό που γράφει και μένει…
«Στο αποτέλεσμα μένουν όλοι, αλλά ξέρεις τι γίνεται; Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι, κι εμείς εδώ δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι, το έχουμε αναγάγει σε τεράστιο ζήτημα ξεχνώντας ότι παίζει και ο αντίπαλος. Και αυτός παίζει για να μην χάσει, για να πάρει αποτέλεσμα, για να κερδίσει. Δεν το καταλαβαίνω, επειδή είναι Αλβανοί; Ξέρουν αυτοί που μιλάνε, πόσες φορές έχουν παίξει οι Αλβανοί, για παράδειγμα, με τους Γερμανούς και πως έχασαν, αν έχασαν; Γνωρίζει κανένας αν έχει κερδίσει ποτέ η Ελλάδα μέσα στην Αλβανία; Δηλαδή αν παίζαμε με τους Τούρκους, το θα γινόταν, θα μας έβγαζαν στην πλατεία και θα μας κρέμαγαν; Που έχουμε κάποια κόντρα, εντάξει το καταλαβαίνω αλλά το ποδόσφαιρο δεν είναι πόλεμος, παιχνίδι είναι. Δεν το ανέχομαι ξαφνικά να μας λένε «οι ρεζίληδες του κράτους, της πολιτείας και του ποδοσφαίρου». Ο Πρωθυπουργός είπε στη Βουλή «αυτή είναι η Ελλάδα» και εγώ τότε να πω «αυτό είναι το ποδόσφαιρό μας». Θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι θα χάνουμε και θα μας κράζουν, ότι κάποια στιγμή θα μας κυνηγήσουν, ότι θα σου γίνει κάποια στιγμή κριτική και από άσχετους, με το ποδόσφαιρο, ανθρώπους, ότι θα ακούσεις από αυτούς πράγματα που μπορεί να σε βγάλουν από τα ρούχα σου. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, πάνω σ’ αυτή τη λογική είναι πλασμένο και εμείς πρέπει να ακολουθούμε».
Εχεις συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν είστε εσείς οι ποδοσφαιριστές οι φυσικοί πρωταγωνιστές στο ποδόσφαιρο αλλά σας κλέβουν τη δόξα οι παράγοντες;
«Αυτή είναι η πραγματικότητα αλλά προσπαθώ να μην συμβιβαστώ μ’ αυτήν. Αν συμβιβαστώ μ’ αυτήν την ιδέα, πιστεύω ότι θα είμαι πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Αυτό που βλέπω είναι ότι οι παράγοντες αυτή τη στιγμή στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι το άλφα και το ωμέγα με την κακή έννοια. Εχει γεμίσει ο χώρος από προέδρους, από γενικούς αρχηγούς, από μάνατζερ ομάδων, όλοι αυτοί βρίσκονται καθημερινά στην πρώτη γραμμή. Και εμείς πρέπει απλώς να συνυπάρχουμε».
Να συνυπάρχετε σ’ ένα πρωτάθλημα που απευθύνεται σε λίγους. Αν κρίνομαι από τα εισιτήρια που κόβονται στα γήπεδα…
«Εχουμε τη τάση να φτιάξουμε κάτι σωστό, την έχουμε τη θέληση αλλά δεν μπορούμε. Και δεν μπορούμε γιατί έχουμε μπει σ’ αυτή τη διαδικασία, σ’ αυτό το σύστημα που επικρατεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είναι πολύ δύσκολο από τη μία μέρα στην άλλη να καταργήσεις το σύστημα. Πρέπει να κάνουμε πολύ μικρά, σωστά και σταθερά βήματα κάθε μέρα.Στην πραγματικότητα βέβαια γίνονται βήματα προς τα πίσω. Εγώ νομίζω ότι υπάρχουν πραγματικά αξιόλογοι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα και είναι οι μόνοι που κρατούν το ποδόσφαιρο, έστω σ’ αυτό το υποφερτό επίπεδο. Δεν νομίζω ότι το ποδόσφαιρό μας κρατιέται από κάπου αλλού. Και για τον καλό ποδοσφαιριστή η μοναδική διέξοδος είναι η φυγή στο εξωτερικό. Όχι μόνο για τα χρήματα αλλά και για να βρει την ησυχία του, για να ευχαριστηθεί το ποδόσφαιρο. Να κάτσει να κάνει τι εδώ; Να σκέφτεται αν θα χάσει, τι θα του πουν, αν θα τον αποδοκιμάσουν, αν θα περάσει από λαϊκό δικαστήριο; Εγώ δεν ξέρω κανέναν ποδοσφαιριστή που να θέλει να χάσει».
Είδα τις γκρίνιες που υπήρχαν μετά τις ταυτόχρονες ισοπαλίες των μεγάλων ομάδων στις έδρες τους….
«Μακάρι να μπορούσε να συμβαίνει αυτό πιο συχνά. Προς Θεού, φυσικά και στενοχωρήθηκα που δεν κέρδισε η ομάδα μου με τον Εθνικό Αστέρα. Όμως αυτές οι ισοπαλίες των μεγάλων στα γήπεδά μας δείχνουν κάτι. Ότι όλα τα αποτελέσματα παίζουν. Και το πιο ωραίο είναι, για να κάνεις ένα πρωτάθλημα συναρπαστικό, ότι μπορείς να χάσεις, να κερδίσεις, να φέρεις και ισοπαλία. Εδώ στην Ελλάδα δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν και τα τρία σημεία. Και μου κάνει πραγματικά εντύπωση που μερικοί, λέει, θέλουν να βάλουν τα ελληνικά παιχνίδια στο Στοίχημα, στο Κουπόνι. Όταν το διάβασα, γέλαγα πραγματικά. Χωρίς να υπονοώ κάτι για στημένα παιχνίδια. Απλώς λέω ότι τις πιο πολλές φορές δυστυχώς τα αποτελέσματα για διάφορους λόγους είναι προβλέψιμα».
Αυτή είναι η τρίτη σου χρονιά στην ΑΕΚ. Από τα πρώτα δύο χρόνια τι σου έχει μείνει;
«Μπορεί να φανεί κάπως περίεργο αλλά εμένα μου πήγαν κάπως αντίθετα τα πράγματα. Ξεκινώντας τον πρώτο χρόνο έκανα πάρα πολύ καλή χρονιά. Τη δεύτερη, λιγότερο καλή. Τώρα στην τρίτη χρόνια, αυτή καλά-καλά δεν ξεκίνησε ακόμα. Η ΑΕΚ είναι μεγάλη ομάδα και απ’ ότι βλέπω από τον κόσμο της πολύ αγαπητή. Δένονται οι οπαδοί με την ομάδα, υπάρχει μία οικογενειακή ατμόσφαιρα, ίσως παίζει ρόλο και το γήπεδο, είναι όλοι πιο κοντά μας, απ’ ότι για παράδειγμα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τα δύο προηγούμενα χρόνια μου στην ΑΕΚ πιστεύω ότι μπορούν να θεωρηθούν επιτυχημένα».
Τη βιώνεις και εσύ αυτή τη στέρηση, τη δίψα του κόσμου της ΑΕΚ για έναν τίτλο ύστερα από επτά χρόνια;
«Ξεκινά το πρωτάθλημα και μονίμως μ’ αυτή τη σκέψη είσαι. Πως θα πάρεις το πρωτάθλημα. Πέρσι, νωρίς νωρίς μείναμε απ’ έξω από τις πρώτες αγωνιστικές, μ’ όλα αυτά που συνέβησαν. Δεν μπορεί κάποιος να αντιληφθεί πως νιώθε ένας ποδοσφαιριστής σε μεγάλη ομάδα όταν από τον Νοέμβριο είναι εκτός πρωταθλήματος. Είναι κάτι που δεν μπορείς να προβλέψεις από την αρχή. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τα δίνεις όλα σε κάθε παιχνίδι. Νομίζω ότι στην Ελλάδα, αν εξελίσσονταν όλα τα πράγματα ομαλά, κάθε χρόνο θα ήσουν στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος. Δεν εξαρτάται μόνο από τη δική σου κακή απόδοση. Και ο άλλος ίσως να έχει κακή απόδοση, αλλά με αυτόν ίσως να παίζουν ρόλο οι καλύτερες δημόσιες σχέσεις».
Είναι μόνιμο φαινόμενο να γκρινιάζει η ΑΕΚ…
«Χτυπάει όντως άσχημα αυτό, αλλά δεν στέκομαι εκεί. Το ζήτημα με εμένα και μ’ όλα τα παιδιά που ήρθαν στην ΑΕΚ τα τελευταία χρόνια είναι ότι ξεκινήσαμε να παίζουμε σε μία μεταβατική για την ομάδα περίοδο. Η ΑΕΚ είχε πάρει τέσσερα πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα, παρουσία στο Τσάμπιονς Λιγκ, πρόσφερε ποδόσφαιρο που ακόμη το συζητάνε, εγώ το έβλεπα και ως αντίπαλος και ως θεατής. Δεν μπορεί κάποιος να της βγάλει τη ρετσινιά ότι έπαιρνε με τον άλφα ή το βήτα τρόπο το πρωτάθλημα. Όπως και ο Ολυμπιακός σ’ αυτό το σερί που έχει κάνει, μία χρονιά έπαιξε πάρα πολύ καλό ποδόσφαιρο και άξιζε να το πάρει, άσχετα αν είχε ή δεν είχε εύνοια από τη διαιτησία».
Την εύνοια από τη διαιτησία δεν την έχουν πάντα οι μεγάλες ομάδες; Άλλος περισσότερο, κι άλλος λιγότερο, ανάλογα με τις συνθήκες…
«Δεν αλλάζει αυτό. Υπάρχει αυτή η προκατάληψη. Λες ότι είσαι μεγάλη ομάδα, μπαίνεις στο γήπεδο και περιμένεις το 51-49. Περνάει υποσυνείδητα από το μυαλό σου και ίσως μερικές φορές οι άσχημες αντιδράσεις σου στο γήπεδο να οφείλονται και σ’ αυτό. Ότι περίμενες δηλαδή καλύτερη αντιμετώπιση. Λάθος μεγάλο αυτό αλλά είναι μία πραγματικότητα που καλώς ή κακώς έχει φυτευτεί στο μυαλό σου άμα ακούς κάθε μέρα να συζητάνε γι’ αυτό το πράγμα. Και αν κάτσει η άλλη όψη του νομίσματος, λες γιατί, κι εμείς μεγάλοι είμαστε».
Από τη δική σου αγωνιστική εξέλιξη είσαι ικανοποιημένος;
«Δεν μπορώ να πω ότι βρίσκομαι σε φθίνουσα πορεία, άσχετα αν η πρώτη χρονιά ήταν η πιο καλή. Απλώς δεν είμαι ευχαριστημένος, σύμφωνα με τα δικά μου στάνταρ. Εχω τοποθετήσει ψηλά τον πήχυ και φυσικά δεν έχω φτάσει εκεί που θέλω».
Πνέει άνεμος αλλαγής φέτος στην ΑΕΚ ή θα είναι άλλη μία χαμένη χρονιά;
«Για μένα είναι μία αλλαγή, κάτι το θετικό, που ξεκινάμε για πρώτη φορά προετοιμασία με τον ίδιο προπονητή. Είναι σημαντικό αυτό. Από εκεί και πέρα έχουν ηρεμήσει πολύ τα πράγματα. Και στα διοικητικά και στα προπονητικά. Ξέρεις τι είναι να αλλάζεις κάθε λίγο και λιγάκι προπονητή; Κάθε έξι μήνες και καινούργιος. Εγώ παίζω 8 χρόνια σχεδόν επαγγελματικά. Εκατσα λοιπόν και τους μέτρησα όλους τους προπονητές που είχα, σε Ξάνθη και ΑΕΚ. Μου βγήκαν 16! Βγαίνουν πολλά συμπεράσματα μέσα απ’ αυτό, και φυσικά δεν ισχύει μόνο για μένα, αλλά σχεδόν για όλους τους Ελληνες παίκτες».
Με τον Παθιακάκη πως τα πάτε;
«Εγώ προσωπικά, όπως μ’ όλους τους προπονητές. Ούτε και ιδιαίτερες σχέσεις ούτε και εντελώς απόμακρος».
Την Πέμπτη παίζετε στο UEFA με τη Χερφόλγκε. Να υποθέσω ότι ζηλεύετε τους συναδέλφους σας του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού;
«Φυσικά. Με την καλή έννοια όλοι τους ζηλεύουμε. Εχει άλλη λάμψη, άλλη ποιότητα το Τσάμπιονς Λιγκ. Καλύτερα παιχνίδια, καλύτερα γήπεδα, περισσότερος κόσμος, μεγαλύτερη προβολή και της ομάδας και ατομική. Είναι διαφορετικό πράγμα να παίζεις μπροστά σ’ ένα γεμάτο γήπεδο. Μ’ άρεσε πολύ όλο το σκηνικό στο Ολίμπικο όπου παίξαμε με τη Ρόμα. Το άσχημα είναι το μετά, αυτό που σε ρίχνει ψυχολογικά. Να φεύγεις από αυτά τα γήπεδα, και να είσαι υποχρεωμένος την Κυριακή να παίξεις μπροστά σε δύο και τρεις χιλιάδες κόσμο».
Με νέο συμβόλαιο, εγκαταλείπεις την προοπτική μετανάστευσης σε ευρωπαϊκό σύλλογο;
«Εχει αποδειχθεί περίτρανα ότι οι περισσότερες μεταγραφές έχουν γίνει ύστερα από ανανεώσεις. Και στο κάτω κάτω γιατί να μην το πάρω έτσι; Ότι δηλαδή με θεωρούν παίκτη που μπορεί να κάνει καριέρα στο εξωτερικό και μου ανανεώνουν το συμβόλαιο για να με δώσουν αργότερα σε ξένη ομάδα; Υπάρχουν παραδείγματα, ο Γεωργάτος ανανέωσε και μετά πήρε μεταγραφή στην Ιντερ».
Τι έλεγε ο Ελληνας διεθνής μέσος της ΑΕΚ για τους πολιτικούς που τα ξέρουν όλα αλλά και για το ενδεχόμενο να μπουν στο κουπόνι παχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος.
Η ταυτότητα της συνέντευξης
Μέσο: Περιοδικό «Αθλος» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία»
Ημερομηνία Δημοσίευσης: 23/10/2000
Δημοσιογράφος: Γιάννης Ξενάκης
Το φθινόπωρο του 2000 η Εθνική ομάδα έκανε το λάθος να ηττηθεί από την Αλβανία για τα προκριματικά του Moυντιάλ του 2002. Ακολούθως, οι διεθνείς άκουσαν τα εξ αμάξης από δικαίους και αδίκους σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, ακόμα και από ανθρώπους που είχαν επιδερμική σχέση με το ποδόσφαιρο. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιάννη Ξενάκη, ο Ακης Ζήκος μιλά γι' αυτά τα φαινόμενα, αφηγείται την πίεση που ασκούνταν στην ΑΕΚ για την κατάκτηση ενός τίτλου και χαρακτηρίζει αστείο το ενδεχόμενο να μπουν τα ματς του ελληνικού πρωταθλήματος στο στοίχημα. Που να 'ξερε...
To πρόβλημα λοιπόν είναι ότι σαν κρίνουν άσχετοι με το αντικείμενο;
«Πόσοι είναι οι σχετικοί στην Ελλάδα με το αντικείμενο; Και επί του προκειμένου, με το ποδόσφαιρο; Εγώ δεν ξέρω κανέναν σχετικό. Ειλικρινά δεν έχω δει κανέναν πραγματικό γνώστη να κάνει σωστή κριτική. Να του πω «μπράβο ρε φίλε, τα είπες πολύ καλά». Ολοι μας κρίνουν εντελώς επιδερμικά. Είτε είναι από τηλεόραση, είτε σε περιοδικά και εφημερίδες. Υπάρχουν δημοσιογράφοι που κρίνουν τον Ελληνα ποδοσφαιριστή ανάλογα με την ομάδα που παίζει, με το πόσο μεγάλη δύναμη έχει στο χώρο, με ποια συχνότητα μιλάει στους δημοσιογράφους, αν τους έχει κολλητούς, αν τους λες «γεια» στο αεροδρόμιο. Και το κυριότερο, οι πιο πολλοί δεν γνωρίζουν τη δουλειά που κάνει ένας ποδοσφαιριστής στο γήπεδο. Θα του αρέσει, για παράδειγμα, αν κάνει κάποιος πέντε ντρίμπλες και δεν θα κοιτάξει αν ο διπλανός κυνηγάει την ουσία στο γήπεδο».
Σε ενοχλούν αυτές οι καταστάσεις; Δεν τις προσπερνάς αμέσως;
«Ναι μ’ ενοχλούν, είμαι άνθρωπος που επηρεάζομαι τρομερά. Επηρεάζομαι από κάτι που θα πει κάποιος μέσα στο γήπεδο, έξω από το γήπεδο, από κάτι που θα μου πει ένας φίλος μου. Είναι πολύ άσχημο αυτό. Ισως είναι θέμα χαρακτήρα, είμαι άνθρωπος που πολλές τα φέρνει τοις μετρητοίς. Μ’ αρέσει να πηγαίνουν καλά τα πράγματα. Δεν γίνεται φυσικά αυτό πάντα, και το ξέρω. Αυτό που δεν θέλω να βλέπω είναι η κακοπροαίρετη κριτική. Και λόγια πίσω από την πλάτη μου».
Επί της ουσίας όμως , δεν είναι και ό,τι καλύτερο για την εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου αυτή η ήττα…
«Τι να πεις, τι να πούμε τώρα. Και εγώ σαν φίλαθλος δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα. Τέλος πάντων, για όσους είδαν το παιχνίδι, γιατί αρκετοί απ’ αυτούς που μίλησαν αμφιβάλλω αν το είδαν, δεν μπορείς να προσάψεις στους παίκτες ζήτημα αδιαφορίας. Ότι δεν μας ένοιαξε, ότι παίρνουμε πεντακόσια-εξακόσια εκατομμύρια, έχω ακούσει παλαβά νούμερα από τότε. Δεν στέκομαι στις ευκαιρίες που χάσαμε. Σταθείτε λίγο, βρε παιδιά, δεν μπήκαμε για να χάσουμε. Για να νικήσουμε παίξαμε».
Το αποτέλεσμα είναι όμως αυτό που γράφει και μένει…
«Στο αποτέλεσμα μένουν όλοι, αλλά ξέρεις τι γίνεται; Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι, κι εμείς εδώ δεν το έχουμε πάρει χαμπάρι, το έχουμε αναγάγει σε τεράστιο ζήτημα ξεχνώντας ότι παίζει και ο αντίπαλος. Και αυτός παίζει για να μην χάσει, για να πάρει αποτέλεσμα, για να κερδίσει. Δεν το καταλαβαίνω, επειδή είναι Αλβανοί; Ξέρουν αυτοί που μιλάνε, πόσες φορές έχουν παίξει οι Αλβανοί, για παράδειγμα, με τους Γερμανούς και πως έχασαν, αν έχασαν; Γνωρίζει κανένας αν έχει κερδίσει ποτέ η Ελλάδα μέσα στην Αλβανία; Δηλαδή αν παίζαμε με τους Τούρκους, το θα γινόταν, θα μας έβγαζαν στην πλατεία και θα μας κρέμαγαν; Που έχουμε κάποια κόντρα, εντάξει το καταλαβαίνω αλλά το ποδόσφαιρο δεν είναι πόλεμος, παιχνίδι είναι. Δεν το ανέχομαι ξαφνικά να μας λένε «οι ρεζίληδες του κράτους, της πολιτείας και του ποδοσφαίρου». Ο Πρωθυπουργός είπε στη Βουλή «αυτή είναι η Ελλάδα» και εγώ τότε να πω «αυτό είναι το ποδόσφαιρό μας». Θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι θα χάνουμε και θα μας κράζουν, ότι κάποια στιγμή θα μας κυνηγήσουν, ότι θα σου γίνει κάποια στιγμή κριτική και από άσχετους, με το ποδόσφαιρο, ανθρώπους, ότι θα ακούσεις από αυτούς πράγματα που μπορεί να σε βγάλουν από τα ρούχα σου. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα, πάνω σ’ αυτή τη λογική είναι πλασμένο και εμείς πρέπει να ακολουθούμε».
Εχεις συμβιβαστεί με την ιδέα ότι δεν είστε εσείς οι ποδοσφαιριστές οι φυσικοί πρωταγωνιστές στο ποδόσφαιρο αλλά σας κλέβουν τη δόξα οι παράγοντες;
«Αυτή είναι η πραγματικότητα αλλά προσπαθώ να μην συμβιβαστώ μ’ αυτήν. Αν συμβιβαστώ μ’ αυτήν την ιδέα, πιστεύω ότι θα είμαι πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Αυτό που βλέπω είναι ότι οι παράγοντες αυτή τη στιγμή στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι το άλφα και το ωμέγα με την κακή έννοια. Εχει γεμίσει ο χώρος από προέδρους, από γενικούς αρχηγούς, από μάνατζερ ομάδων, όλοι αυτοί βρίσκονται καθημερινά στην πρώτη γραμμή. Και εμείς πρέπει απλώς να συνυπάρχουμε».
Να συνυπάρχετε σ’ ένα πρωτάθλημα που απευθύνεται σε λίγους. Αν κρίνομαι από τα εισιτήρια που κόβονται στα γήπεδα…
«Εχουμε τη τάση να φτιάξουμε κάτι σωστό, την έχουμε τη θέληση αλλά δεν μπορούμε. Και δεν μπορούμε γιατί έχουμε μπει σ’ αυτή τη διαδικασία, σ’ αυτό το σύστημα που επικρατεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είναι πολύ δύσκολο από τη μία μέρα στην άλλη να καταργήσεις το σύστημα. Πρέπει να κάνουμε πολύ μικρά, σωστά και σταθερά βήματα κάθε μέρα.Στην πραγματικότητα βέβαια γίνονται βήματα προς τα πίσω. Εγώ νομίζω ότι υπάρχουν πραγματικά αξιόλογοι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα και είναι οι μόνοι που κρατούν το ποδόσφαιρο, έστω σ’ αυτό το υποφερτό επίπεδο. Δεν νομίζω ότι το ποδόσφαιρό μας κρατιέται από κάπου αλλού. Και για τον καλό ποδοσφαιριστή η μοναδική διέξοδος είναι η φυγή στο εξωτερικό. Όχι μόνο για τα χρήματα αλλά και για να βρει την ησυχία του, για να ευχαριστηθεί το ποδόσφαιρο. Να κάτσει να κάνει τι εδώ; Να σκέφτεται αν θα χάσει, τι θα του πουν, αν θα τον αποδοκιμάσουν, αν θα περάσει από λαϊκό δικαστήριο; Εγώ δεν ξέρω κανέναν ποδοσφαιριστή που να θέλει να χάσει».
Είδα τις γκρίνιες που υπήρχαν μετά τις ταυτόχρονες ισοπαλίες των μεγάλων ομάδων στις έδρες τους….
«Μακάρι να μπορούσε να συμβαίνει αυτό πιο συχνά. Προς Θεού, φυσικά και στενοχωρήθηκα που δεν κέρδισε η ομάδα μου με τον Εθνικό Αστέρα. Όμως αυτές οι ισοπαλίες των μεγάλων στα γήπεδά μας δείχνουν κάτι. Ότι όλα τα αποτελέσματα παίζουν. Και το πιο ωραίο είναι, για να κάνεις ένα πρωτάθλημα συναρπαστικό, ότι μπορείς να χάσεις, να κερδίσεις, να φέρεις και ισοπαλία. Εδώ στην Ελλάδα δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν και τα τρία σημεία. Και μου κάνει πραγματικά εντύπωση που μερικοί, λέει, θέλουν να βάλουν τα ελληνικά παιχνίδια στο Στοίχημα, στο Κουπόνι. Όταν το διάβασα, γέλαγα πραγματικά. Χωρίς να υπονοώ κάτι για στημένα παιχνίδια. Απλώς λέω ότι τις πιο πολλές φορές δυστυχώς τα αποτελέσματα για διάφορους λόγους είναι προβλέψιμα».
Αυτή είναι η τρίτη σου χρονιά στην ΑΕΚ. Από τα πρώτα δύο χρόνια τι σου έχει μείνει;
«Μπορεί να φανεί κάπως περίεργο αλλά εμένα μου πήγαν κάπως αντίθετα τα πράγματα. Ξεκινώντας τον πρώτο χρόνο έκανα πάρα πολύ καλή χρονιά. Τη δεύτερη, λιγότερο καλή. Τώρα στην τρίτη χρόνια, αυτή καλά-καλά δεν ξεκίνησε ακόμα. Η ΑΕΚ είναι μεγάλη ομάδα και απ’ ότι βλέπω από τον κόσμο της πολύ αγαπητή. Δένονται οι οπαδοί με την ομάδα, υπάρχει μία οικογενειακή ατμόσφαιρα, ίσως παίζει ρόλο και το γήπεδο, είναι όλοι πιο κοντά μας, απ’ ότι για παράδειγμα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τα δύο προηγούμενα χρόνια μου στην ΑΕΚ πιστεύω ότι μπορούν να θεωρηθούν επιτυχημένα».
Τη βιώνεις και εσύ αυτή τη στέρηση, τη δίψα του κόσμου της ΑΕΚ για έναν τίτλο ύστερα από επτά χρόνια;
«Ξεκινά το πρωτάθλημα και μονίμως μ’ αυτή τη σκέψη είσαι. Πως θα πάρεις το πρωτάθλημα. Πέρσι, νωρίς νωρίς μείναμε απ’ έξω από τις πρώτες αγωνιστικές, μ’ όλα αυτά που συνέβησαν. Δεν μπορεί κάποιος να αντιληφθεί πως νιώθε ένας ποδοσφαιριστής σε μεγάλη ομάδα όταν από τον Νοέμβριο είναι εκτός πρωταθλήματος. Είναι κάτι που δεν μπορείς να προβλέψεις από την αρχή. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τα δίνεις όλα σε κάθε παιχνίδι. Νομίζω ότι στην Ελλάδα, αν εξελίσσονταν όλα τα πράγματα ομαλά, κάθε χρόνο θα ήσουν στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος. Δεν εξαρτάται μόνο από τη δική σου κακή απόδοση. Και ο άλλος ίσως να έχει κακή απόδοση, αλλά με αυτόν ίσως να παίζουν ρόλο οι καλύτερες δημόσιες σχέσεις».
Είναι μόνιμο φαινόμενο να γκρινιάζει η ΑΕΚ…
«Χτυπάει όντως άσχημα αυτό, αλλά δεν στέκομαι εκεί. Το ζήτημα με εμένα και μ’ όλα τα παιδιά που ήρθαν στην ΑΕΚ τα τελευταία χρόνια είναι ότι ξεκινήσαμε να παίζουμε σε μία μεταβατική για την ομάδα περίοδο. Η ΑΕΚ είχε πάρει τέσσερα πρωταθλήματα, δύο Κύπελλα, παρουσία στο Τσάμπιονς Λιγκ, πρόσφερε ποδόσφαιρο που ακόμη το συζητάνε, εγώ το έβλεπα και ως αντίπαλος και ως θεατής. Δεν μπορεί κάποιος να της βγάλει τη ρετσινιά ότι έπαιρνε με τον άλφα ή το βήτα τρόπο το πρωτάθλημα. Όπως και ο Ολυμπιακός σ’ αυτό το σερί που έχει κάνει, μία χρονιά έπαιξε πάρα πολύ καλό ποδόσφαιρο και άξιζε να το πάρει, άσχετα αν είχε ή δεν είχε εύνοια από τη διαιτησία».
Την εύνοια από τη διαιτησία δεν την έχουν πάντα οι μεγάλες ομάδες; Άλλος περισσότερο, κι άλλος λιγότερο, ανάλογα με τις συνθήκες…
«Δεν αλλάζει αυτό. Υπάρχει αυτή η προκατάληψη. Λες ότι είσαι μεγάλη ομάδα, μπαίνεις στο γήπεδο και περιμένεις το 51-49. Περνάει υποσυνείδητα από το μυαλό σου και ίσως μερικές φορές οι άσχημες αντιδράσεις σου στο γήπεδο να οφείλονται και σ’ αυτό. Ότι περίμενες δηλαδή καλύτερη αντιμετώπιση. Λάθος μεγάλο αυτό αλλά είναι μία πραγματικότητα που καλώς ή κακώς έχει φυτευτεί στο μυαλό σου άμα ακούς κάθε μέρα να συζητάνε γι’ αυτό το πράγμα. Και αν κάτσει η άλλη όψη του νομίσματος, λες γιατί, κι εμείς μεγάλοι είμαστε».
Από τη δική σου αγωνιστική εξέλιξη είσαι ικανοποιημένος;
«Δεν μπορώ να πω ότι βρίσκομαι σε φθίνουσα πορεία, άσχετα αν η πρώτη χρονιά ήταν η πιο καλή. Απλώς δεν είμαι ευχαριστημένος, σύμφωνα με τα δικά μου στάνταρ. Εχω τοποθετήσει ψηλά τον πήχυ και φυσικά δεν έχω φτάσει εκεί που θέλω».
Πνέει άνεμος αλλαγής φέτος στην ΑΕΚ ή θα είναι άλλη μία χαμένη χρονιά;
«Για μένα είναι μία αλλαγή, κάτι το θετικό, που ξεκινάμε για πρώτη φορά προετοιμασία με τον ίδιο προπονητή. Είναι σημαντικό αυτό. Από εκεί και πέρα έχουν ηρεμήσει πολύ τα πράγματα. Και στα διοικητικά και στα προπονητικά. Ξέρεις τι είναι να αλλάζεις κάθε λίγο και λιγάκι προπονητή; Κάθε έξι μήνες και καινούργιος. Εγώ παίζω 8 χρόνια σχεδόν επαγγελματικά. Εκατσα λοιπόν και τους μέτρησα όλους τους προπονητές που είχα, σε Ξάνθη και ΑΕΚ. Μου βγήκαν 16! Βγαίνουν πολλά συμπεράσματα μέσα απ’ αυτό, και φυσικά δεν ισχύει μόνο για μένα, αλλά σχεδόν για όλους τους Ελληνες παίκτες».
Με τον Παθιακάκη πως τα πάτε;
«Εγώ προσωπικά, όπως μ’ όλους τους προπονητές. Ούτε και ιδιαίτερες σχέσεις ούτε και εντελώς απόμακρος».
Την Πέμπτη παίζετε στο UEFA με τη Χερφόλγκε. Να υποθέσω ότι ζηλεύετε τους συναδέλφους σας του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού;
«Φυσικά. Με την καλή έννοια όλοι τους ζηλεύουμε. Εχει άλλη λάμψη, άλλη ποιότητα το Τσάμπιονς Λιγκ. Καλύτερα παιχνίδια, καλύτερα γήπεδα, περισσότερος κόσμος, μεγαλύτερη προβολή και της ομάδας και ατομική. Είναι διαφορετικό πράγμα να παίζεις μπροστά σ’ ένα γεμάτο γήπεδο. Μ’ άρεσε πολύ όλο το σκηνικό στο Ολίμπικο όπου παίξαμε με τη Ρόμα. Το άσχημα είναι το μετά, αυτό που σε ρίχνει ψυχολογικά. Να φεύγεις από αυτά τα γήπεδα, και να είσαι υποχρεωμένος την Κυριακή να παίξεις μπροστά σε δύο και τρεις χιλιάδες κόσμο».
Με νέο συμβόλαιο, εγκαταλείπεις την προοπτική μετανάστευσης σε ευρωπαϊκό σύλλογο;
«Εχει αποδειχθεί περίτρανα ότι οι περισσότερες μεταγραφές έχουν γίνει ύστερα από ανανεώσεις. Και στο κάτω κάτω γιατί να μην το πάρω έτσι; Ότι δηλαδή με θεωρούν παίκτη που μπορεί να κάνει καριέρα στο εξωτερικό και μου ανανεώνουν το συμβόλαιο για να με δώσουν αργότερα σε ξένη ομάδα; Υπάρχουν παραδείγματα, ο Γεωργάτος ανανέωσε και μετά πήρε μεταγραφή στην Ιντερ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου