Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

R.O.I : Return On Investment

Όταν κάποιος αγοράζει ένα σπίτι, το κάνει για μια σειρά από λόγους. Εκτός από τους προφανείς (στέγη), η αγορά ενός σπιτιού αποτελεί μια μορφή επένδυσης. Μια επένδυση, από την οποία ο ιδιοκτήτης του σπιτιού περιμένει την «ανταπόδοση», για παράδειγμα ένα κέρδος όταν έρθει η ώρα να πουλήσει το σπίτι. Αυτή η «ανταπόδοση» της επένδυσης είναι το λεγόμενο «return on investment» (R.O.I), η «επιστροφή» δηλαδή της επένδυσης.

Όπως έχουμε ξαναγράψει, το στοίχημα μπορεί να παρομοιαστεί με το χρηματιστήριο. Ο τζογαδόρος (επενδυτής) ποντάρει στην απόδοση (αγοράζει μετοχές) μιας ομάδας (μιας ανώνυμης εταιρίας). Και οι δυο, περιμένουν κάποιο κέρδος από αυτή την πράξη τους. Η διαφορά (συνήθως) είναι ότι ο επενδυτής κερδίζει πολύ πιο συχνά σε αντίθεση με τον τζογαδόρο, που κερδίζει σπανιότερα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι πολύ απλός: Ο επενδυτής έχει ξεκάθαρους στόχους, ξέρει σε ποια τιμή αγοράζει τις μετοχές του και αν η τιμή αυτή έχει αξία. Αντίθετα, ο τζογαδόρος ποντάρει σε (πολλά συνήθως) παιχνίδια, χωρίς να έχει θέσει ξεκάθαρους στόχους και στην προσπάθεια να ρεφάρει τα χρήματα που έχασε, χάνει ακόμη περισσότερα. Είναι απλό: Ο επενδυτής ξέρει πώς να διαχειριστεί τα χρήματά του, ο τζογαδόρος (συνήθως) όχι.

Το R.O.I (ή αλλιώς yield) είναι ουσιαστικά ο δείκτης καθαρού κέρδους του παίκτη. Υπολογίζεται ως το πηλίκο των καθαρών κερδών προς το συνολικό κεφάλαιο του παίκτη. Για παράδειγμα, αν ένας παίκτης ξεκίνησε με «μπάνκα» 2000 ευρώ και τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή το ταμείο του βρίσκεται στα 2500 ευρώ, τότε το yield του είναι:  (2500-2000) / 2500 = 500 / 2500 = 0.2 ή 20%.
Διαιρούμε δηλαδή το καθαρό κέρδος του (500 ευρώ) με το συνολικό του ταμείο τη δεδομένη χρονική στιγμή (2500 ευρώ).

Όπως προαναφέρθηκε, το yield αποτελεί ένα καλό τρόπο για να αξιολογηθεί η απόδοση ενός παίκτη στοιχήματος. Παράλληλα, το yield μπορεί να βοηθήσει τον παίκτη να «μετρήσει» αντικειμενικά την απόδοσή του και να θέσει στόχους. Ένας στόχος που συχνά τίθεται από τους παίκτες είναι ο διπλασιασμός του αρχικού τους κεφαλαίου μέσα σε ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα. Αν ο παίκτης γνωρίζει (από την εμπειρία του) τα επίπεδα yield που μπορεί να επιτύχει, τότε ξέρει και με ποιόν τρόπο θα κινηθεί (πόσα πονταρίσματα πρέπει να κάνει και τι χρήματα πρέπει να ποντάρει) ώστε να επιτύχει το στόχο του. Να διπλασιάσει δηλαδή, το αρχικό του κεφάλαιο. Προφανώς, όσο μικρότερο το yield του, τόσο πιο δύσκολα θα επιτευχθεί ο στόχος του (θα χρειαστεί αναλογικά περισσότερα πονταρίσματα, κάτι που συνεπάγεται μεγαλύτερο κίνδυνο κ.λ.π.)

Πολύ συχνά συναντάμε στους παίκτες μια απώλεια της τάξης του 10% (αρνητικό yield), ποσοστό που δεν είναι καθόλου τυχαίο. Και αυτό γιατί τόση είναι (κατά μέσο όρο, εκφρασμένη σε ποσοστό) η γκανιότα του εκάστοτε bookmaker..

Η παρακάτω εξίσωση μας δείχνει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο yield (Y), τον αριθμό των στοιχημάτων (Ν), το μέγεθος του πονταρίσματος (S) και την αρχική «μπάνκα» (B) . Με FB συμβολίζεται η τελική «μπάνκα» (Final Bank) του παίκτη ενώ το Yield εκφράζεται σε ποσοστό:

FB = B + (YSN/100)

Όλα τα παραπάνω μοιάζουν ωραία και πρακτικά αποδεικνύουν πως υπάρχει χώρος για λίγα μαθηματικά και στο στοίχημα. Όμως, ισχύουν καταρχάς θεωρητικά, καθώς στην πράξη μόνο ένας επιτυχημένος παίκτης στοιχήματος μπορεί να τα επιβεβαιώσει. Αν κάποιος έχει ένα ικανοποιητικό επίπεδο επαλήθευσης των εκτιμήσεών του, τότε ναι, μπορεί να έχει θετικό και αυξανόμενο yield και κατά συνέπεια να μπορεί να υπολογίσει βάσει των όσων αναφέρθηκαν πότε και πώς θα επιτευχθεί ο στόχος του.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η παραπάνω ανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεωρητικό υπόβαθρο και με στόχο να παρέχει μια σωστή υποδομή και οργάνωση στον παίκτη. Από κει και πέρα, είναι ξεκάθαρα προσωπικό θέμα του καθενός το πώς θα διαχειριστεί τις επιτυχημένες (ή μη) εκτιμήσεις του.




ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου