Δέκα χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, το βιβλίο «Αθήνα 2004: Ο Ακήρυκτος Πόλεμος», έρχεται για να φωτίσει τα παρασκήνια και τις άγνωστες πτυχές της Ολυμπιακής προετοιμασίας του 2004. Πολιτικές πιέσεις, μικροπολιτικές σκοπιμότητες, προσωπικές ίντριγκες, παιχνίδια οικονομικών συμφερόντων, καθημερινές τριβές και αντιστάσεις συνθέτουν το σκηνικό που έχει να αντιμετωπίσει ο Κώστας Μπακούρης, όταν το 1998 αναλαμβάνει ως πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής των Αγώνων να στήσει τη διοργάνωση από το μηδέν.
Ένα επείγον τηλεφώνημα
Ήταν μέσα Ιανουαρίου του 1998 και ο Κώστας Μπακούρης βρισκόταν στην Ελβετία, όταν ένα επείγον τηλεφώνημα, διέκοψε την επαγγελματική σύσκεψη στην οποία βρισκόταν. Ήταν από το γραφείο του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ο οποίος ζητούσε να τον δει το συντομότερο δυνατο. Το τηλεφώνημα τον αιφνιδίασε αλλά δεν τον ξάφνιασε, καθώς δύο μήνες νωρίτερα σε μία συζήτηση με τον Θόδωρο Καρατζά -τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος- είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο εμπλοκής του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Το ραντεβού κλείστηκε για λίγες μέρες αργότερα, στο Μέγαρο Μαξίμου και σε ώρα τέτοια, που οι δημοσιογράφοι θα πιάνονταν στον ύπνο.
Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αθήνα 2004: Ο Ακήρυκτος Πόλεμος»:
«Ήταν η πρώτη μου συνάντηση με τον Κ. Σημίτη. Έμελλε να ακολουθήσουν πολλές. Εκείνη την πρώτη φορά, μετά τις τυπικές φιλοφρονήσεις, με ρώτησε να του πω λίγα λόγια για τον εαυτό μου και την καριέρα μου. Με άκουσε προσεκτικά. Μετά μου είπε ότι πρόκειται για τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας που θα είχε την ευθύνη προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων: «Αναζητώ έναν καταξιωμένο manager με διεθνή εμπειρία, που να μην έχει σχέση με την πολιτική και να είναι ακέραιος». Απάντησα ότι για να με καλέσει προφανώς εγνώριζε το βιογραφικό μου και πρόσθεσα ότι η θέση, η πρόκληση με ενδιέφερε. Στο τέλος της συνάντησης που διήρκεσε λιγότερο από μία ώρα, ο κ. Σημίτης με ευχαρίστησε λέγοντάς μου ότι θα με ειδοποιήσει σύντομα για την απόφασή του. Τον ευχαρίστησα κι εγώ και έφυγα αφήνοντας πίσω τον Στρ. Στρατήγη. Δεν περίμενα ούτε δύο ώρες. Λίγο πριν τις 10 μού τηλεφώνησαν από το γραφείο του πρωθυπουργού. Πήρε ο ίδιος το τηλέφωνο κι ήταν σύντομος: «Κύριε Μπακούρη, προσλαμβάνεστε για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου. Για τις λεπτομέρειες θα σας ενημερώσουν αύριο οι σύμβουλοί μου. Καλή επιτυχία». Με καληνύχτισε πριν καλά καλά προλάβω να τον ευχαριστήσω. Ο κύβος ερρίφθη, ο κύβος ερρίφθη, έλεγα μέσα μου – λίγο αμήχανα, λίγο αυτάρεσκα, υπερήφανος και συγχρόνως μουδιασμένος.»
Οι αντιδράσεις του κύκλου του διεθνούς καταξίωσης μάνατζερ ήταν αρχικά αποθαρρυντικές, με τους ανθρώπους που τον πλαισίωναν να τον προειδοποιούν πως πάει να πέσει σε «λάκκο με φίδια». Εκείνος όμως παρέκαμψε τις ενστάσεις και τις προειδοποιήσεις τους κι επικεντρώθηκε στον στόχο του, που δεν ήταν άλλος από το να στήσει μια πρότυπη οργάνωση, στελεχωμένη με άξιους ανθρώπους, που θα συνέθεταν έναν αποτελεσματικό οργανισμό, ικανό να επιτελέσει το δύσκολο έργο της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. «Πίστευα ότι οι στόχοι αυτοί ήταν πιο δυνατοί από τα προβλήματα που θα συναντούσα. Κάθε ακλόνητη πίστη, βέβαια, εμπεριέχει ένα είδος αφέλειας», θα παρατηρούσε ο ίδιος αργότερα.
Η προσγείωση στην ελληνική πραγματικότητα
Για την Ελλάδα το εγχείρημα της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, με ένα μέγεθος και μια πολυπλοκότητα προβλημάτων τεράστια. Η συνεργασία με την κυβέρνηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους εμπλεκόμενους φορείς και την ίδια την κοινωνία, οι σχέσεις με την Ολυμπιακή Οικογένεια, τα Μέσα Ενημέρωσης, τους χορηγούς, κτλ, συνιστούσαν μια πολυδιάστατη πρόκληση που πολλές φορές θύμιζε «ισορροπία τρόμου», όπως ο ίδιος ο κ. Μπακούρης περιγράφει στο βιβλίο του. Ο τρόμος του έγινε πραγματικότητα. Για την ακρίβεια... ελληνική πραγματικότητα.
«Έθεσα εξαρχής υψηλούς στόχους, χωρίς αυταπάτες σε σχέση με το μέγεθος των δυσκολιών. Εκείνο που δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων να ξέρω ή να προβλέψω ήταν οι ιδιόμορφες τριβές και αντιστάσεις αυτού που κοινώς αποκαλείται ελληνική πραγματικότητα. Οι μικροπρέπειες, ο αλληλοφαγωμός συμφερόντων, οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, τα προσωπικά παιχνίδια και φιλοδοξίες, το κλίμα ασυνεννοησίας και η έλλειψη συντονισμού έβαζαν συνεχώς προσκόμματα στη λειτουργία της Επιτροπής και δυσκόλευαν την παραγωγή έργου.»
Ξεκίνησε την οργάνωση από το μηδέν, χωρίς γραφεία, χωρίς υπαλλήλους, χωρίς πόρους, χωρίς καν νομικό πλαίσιο. Η ομάδα αποτελούνταν από τον πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής, τον Κώστα Μπακούρη, την τετραμελής διυπουργική επιτροπή αποτελούμενη από τον υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο, και τους υφυπουργούς ΠΕΧΩΔΕ Χρίστο Βερελή, Οικονομικών Χρήστο Πάχτα και Αθλητισμού Ανρέα Φούρα κι ένα 15μελές ΔΣ.
Και μετά άρχισαν τα «ολυμπιακά» όργανα
Σύντομα οι προσπάθεια «πολιτικού καπελώματος» της Οργανωτικής Επιτροπής από την Διυπουργική πήρε διαστάσεις, σύμφωνα με τα όσα περιγράφει στο βιβλίο του ο Κώστας Μπακούρης, με την μεν Διυπουργική να υποστηρίζει ότι η ομάδα τεχνοκρατών παίρνει αποφάσεις χωρίς να ενημερώνει, η δε Οργανωτική Επιτροπή να υπεραμύνεται της ανεξαρτησίας που χρειαζόταν. Για να λυθεί το πρόβλημα ο Μπακούρης προχώρησε σε μια κίνηση ματ.
«Ανέλαβα εκ μέρους της Επιτροπής να συναντήσω τον Ευ. Βενιζέλο για να του επιδώσω μια επιστολή, στην οποία περιέγραφα το ρόλο της Διυπουργικής Επιτροπής όπως τον αντιλαμβανόμασταν σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο. Ο Βενιζέλος τη διάβασε μπροστά μου και μου είπε: “Κώστα, αυτή την επιστολή δεν μου την έστειλες και δεν τη διάβασα. Οι πολιτικοί δεν δεσμεύονται με τεχνοκρατικά πρότυπα”. Έτσι η ασάφεια κι οι τριβές παρέμειναν στην ημερήσια διάταξη.»
Η κόντρα συνεχίστηκε με τον υφυπουργός Αθλητισμού Ανδρέα Φούρα. Σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του ο κ. Μπακούρης περιγράφει τα όσα έγιναν σε μια ευρεία σύσκεψη στο υπουργείο Πολιτισμού, παρόντων των υπουργών Μ. Παπαϊωάννου και Τ. Γιαννίτση και του τεχνικού συμβούλου του πρωθυπουργού Βασ. Μακρυωνίτη.
«Με κατηγόρησε ότι προσλαμβάνω στελέχη από το χώρο της ΝΔ και όχι του ΠΑΣΟΚ, προσθέτοντας ότι η μόνη εξήγηση είναι ότι παίρνω εντολές από την Αραβαντινού. Έχοντας μεσάνυχτα στα πολιτικά θέματα λόγω της μακρόχρονης απουσίας μου από την Ελλάδα, ρώτησα τελείως φυσικά τον μαινόμενο υφυπουργό: “Ποια είναι αυτή η κυρία Αραβαντινού, δεν τη γνωρίζω”. Ξέσπασαν όλοι σε γέλια και πείσθηκαν ότι δεν είχα καμία επαφή με την οικογένεια Μητσοτάκη.»
Οι παρεμβάσεις του Χρίστου Βερελή ήταν σύμφωνα με όσα γράφει ο Κώστας Μπακούρης, αυτές που δημιουργούσαν τα συχνότερα προβλήματα. Σε μία περίπτωση η κατάσταση ξέφυγε εκτός ελέγχου.
«Όταν μελέτησα τη λίστα των πέντε επι- κρατέστερων υποψηφίων για τη θέση του Γενικού Διευθυντή Ολυμπιακών Έργων, διαπίστωσα πως ένας εξ αυτών ήταν στο παρελθόν υφιστάμενος του υφυπουργού. Τον πήρα στο τηλέφωνο και τον ρώτησα τη γνώμη του για τον υποψήφιο. Μου είπε καλά λόγια. Λίγο καιρό μετά μου τηλεφώνησε για να με ρωτήσει σε ποιο στάδιο βρισκόμουν σχετικά με την πρόσληψη. Του είπα ότι η σχετική επιτροπή είχε καταλήξει σε δύο υποψηφίους, αλλά σε αυτούς δεν συγκαταλεγόταν ο παλαιός υφιστάμενός του. Άκουσα στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του να γίνεται εχθρική, και μάλιστα απειλητική. “Θεωρώ” μου είπε “απαράδεκτη την απόρριψη αυτή” και μου ζήτησε να του στείλω τα βιογραφικά των πέντε επικρατέστερων. Του απάντησα ότι, πρώτον, δεν έχει κανένα δικαίωμα να εμπλέκεται στη διαδικα-σία πρόσληψης και, δεύτερον, δεοντολογικά δεν μπορούσα να κοινοποιήσω τα προσωπικά στοιχεία των υποψηφίων σε τρίτους. Έγινε έξαλλος. Φώναζε στο τηλέφωνο: “Είμαι μέλος της Διυπουργικής και σε διατάζω να μου στείλεις τα βιογραφικά!”. Του απάντησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα: “Χρίστο, καλημέρα” – και του έκλεισα το τηλέφωνο. Ήταν η πρώτη και τελευταία σύγκρουση τέτοιου είδους που είχα. Ενημέρωσα τον Βενιζέλο, ο οποίος μου υποσχέθηκε ότι θα του μιλούσε.»
Τα παρατράγουδα όμως δεν σταμάτησαν στα μέλη της Διυπουργικής Επιτροπής. Ο ρόλος του ΔΣ ήταν επιτελικός και εποπτικός – ενέκρινε τον προϋπολογισμό, τους εσωτερικούς κανονισμούς, τις πολιτικές αμοιβών κτλ. Ο διευθύνων σύμβουλος και μόνον αυτός είχε την εκτελεστική εξουσία. Στην πράξη όμως, η κατάσταση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη, καθώς αρκετά μέλη του ΔΣ θεωρούσαν ότι είχαν το δικαίωμα να εμπλέκονται σε εκτελεστικές αρμοδιότητες, υπερβαίνοντας τα όρια ευθύνης τους. Μία από αυτές ήταν η Νίκη Τζαβέλα.
«Ενώπιόν μου, αλλά και πίσω απ’ την πλάτη μου, βομβάρδιζε τον πρωθυπουργό με το παράπονο ότι δεν είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες. Ένα πρωί, θυμάμαι, με κάλεσε ο Κ. Σημίτης στο γραφείο του στη Βουλή ειδικά για να μου ζητήσει “να δώσω κάτι” στην κα Τζαβέλα ώστε να σταματήσει να παραπονιέται. Τον ρώτησα ευθέως: “Κύριε πρόεδρε, εσείς θέλετε να έχετε πολλά κοκόρια να λαλούν; Εάν ναι, εγώ δεν θέλω να είμαι ένα από αυτά”. Χαμογέλασε και μου απάντησε: “Όχι, πολλά κοκόρια δεν θέλω, αλλά είμαι σίγουρος ότι εσύ μπορείς να της βρεις κάτι”. Έφυγα αφήνοντας το θέμα ανοιχτό. Μετά από αρκετή σκέψη, αποφάσισα να την εμπλέξω στον τομέα της επικοινωνίας. Αλλά ούτε αυτό ικανοποίησε την κα Τζαβέλα, η οποία στην πραγματικότητα πιστεύω ότι προσπαθούσε να με υπονομεύσει για να πάρει τη θέση μου.»
Από το βιβλίο του Κώστα Μπακούρη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας δε θα μπορούσε να λείπει και η εκτενής αναφορά στο πρόσωπο του Λάμπη Νικολάου, προέδρου της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, τον οπόιο περιγράφει ως «απρόβλεπτο και ανακατωσούρα».
«Στο τέλος του 1999 έληγε η θητεία του στην ΕΟΕ και ήθελε –φυσικά!—να επανεκλεγεί. Έπρεπε λοιπόν να τα έχει καλά με τις Ελληνικές Ομοσπονδίες. Είχε καλλιεργήσει προσωπική επαφή με τον Σάμαρανκ, με τον οποίο μιλούσε συχνά πυκνά χωρίς να με ενημερώνει για το περιεχόμενο της συνομιλίας τους. Γενικά όμως μιλούσε με τους πάντες για τα πάντα. Μιλούσε με πολιτικούς, με αθλητικούς παράγοντες, με τους Αθανάτους, με δημοσιογρά- φους, με όποιον πίστευε ότι είχε κάποια επιρροή. Στις συνεδριάσεις του ΔΣ ήταν απρόβλεπτος και ανακατωσούρας. Πολλές φορές μάς κατελάμβανε εξαπίνης με καινούργιες ιδέες και προτάσεις, κυρίως σε σχέση με τα έργα, που ανέτρεπαν τα συμφωνηθέντα. Στις προσλήψεις διευθυντικών στελεχών αθλημάτων είχαμε σχεδόν συνεχείς συγκρούσεις. Σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις μας με αποκάλεσε «killer» – και το εννοούσε ως κομπλιμέντο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μου οι σχέσεις μας παρέμειναν ανταγωνιστικές αλλά κόσμιες.»
Το βιβλίο του Κώστα Μπακούρη κυκλοφορεί τη Δευτέρα 7 Απριλίου 2014, από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
ΠΗΓΗ
Ένα επείγον τηλεφώνημα
Ήταν μέσα Ιανουαρίου του 1998 και ο Κώστας Μπακούρης βρισκόταν στην Ελβετία, όταν ένα επείγον τηλεφώνημα, διέκοψε την επαγγελματική σύσκεψη στην οποία βρισκόταν. Ήταν από το γραφείο του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ο οποίος ζητούσε να τον δει το συντομότερο δυνατο. Το τηλεφώνημα τον αιφνιδίασε αλλά δεν τον ξάφνιασε, καθώς δύο μήνες νωρίτερα σε μία συζήτηση με τον Θόδωρο Καρατζά -τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος- είχαν συζητήσει το ενδεχόμενο εμπλοκής του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Το ραντεβού κλείστηκε για λίγες μέρες αργότερα, στο Μέγαρο Μαξίμου και σε ώρα τέτοια, που οι δημοσιογράφοι θα πιάνονταν στον ύπνο.
Όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Αθήνα 2004: Ο Ακήρυκτος Πόλεμος»:
«Ήταν η πρώτη μου συνάντηση με τον Κ. Σημίτη. Έμελλε να ακολουθήσουν πολλές. Εκείνη την πρώτη φορά, μετά τις τυπικές φιλοφρονήσεις, με ρώτησε να του πω λίγα λόγια για τον εαυτό μου και την καριέρα μου. Με άκουσε προσεκτικά. Μετά μου είπε ότι πρόκειται για τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας που θα είχε την ευθύνη προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων: «Αναζητώ έναν καταξιωμένο manager με διεθνή εμπειρία, που να μην έχει σχέση με την πολιτική και να είναι ακέραιος». Απάντησα ότι για να με καλέσει προφανώς εγνώριζε το βιογραφικό μου και πρόσθεσα ότι η θέση, η πρόκληση με ενδιέφερε. Στο τέλος της συνάντησης που διήρκεσε λιγότερο από μία ώρα, ο κ. Σημίτης με ευχαρίστησε λέγοντάς μου ότι θα με ειδοποιήσει σύντομα για την απόφασή του. Τον ευχαρίστησα κι εγώ και έφυγα αφήνοντας πίσω τον Στρ. Στρατήγη. Δεν περίμενα ούτε δύο ώρες. Λίγο πριν τις 10 μού τηλεφώνησαν από το γραφείο του πρωθυπουργού. Πήρε ο ίδιος το τηλέφωνο κι ήταν σύντομος: «Κύριε Μπακούρη, προσλαμβάνεστε για τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου. Για τις λεπτομέρειες θα σας ενημερώσουν αύριο οι σύμβουλοί μου. Καλή επιτυχία». Με καληνύχτισε πριν καλά καλά προλάβω να τον ευχαριστήσω. Ο κύβος ερρίφθη, ο κύβος ερρίφθη, έλεγα μέσα μου – λίγο αμήχανα, λίγο αυτάρεσκα, υπερήφανος και συγχρόνως μουδιασμένος.»
Οι αντιδράσεις του κύκλου του διεθνούς καταξίωσης μάνατζερ ήταν αρχικά αποθαρρυντικές, με τους ανθρώπους που τον πλαισίωναν να τον προειδοποιούν πως πάει να πέσει σε «λάκκο με φίδια». Εκείνος όμως παρέκαμψε τις ενστάσεις και τις προειδοποιήσεις τους κι επικεντρώθηκε στον στόχο του, που δεν ήταν άλλος από το να στήσει μια πρότυπη οργάνωση, στελεχωμένη με άξιους ανθρώπους, που θα συνέθεταν έναν αποτελεσματικό οργανισμό, ικανό να επιτελέσει το δύσκολο έργο της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. «Πίστευα ότι οι στόχοι αυτοί ήταν πιο δυνατοί από τα προβλήματα που θα συναντούσα. Κάθε ακλόνητη πίστη, βέβαια, εμπεριέχει ένα είδος αφέλειας», θα παρατηρούσε ο ίδιος αργότερα.
Η προσγείωση στην ελληνική πραγματικότητα
Για την Ελλάδα το εγχείρημα της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, με ένα μέγεθος και μια πολυπλοκότητα προβλημάτων τεράστια. Η συνεργασία με την κυβέρνηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους εμπλεκόμενους φορείς και την ίδια την κοινωνία, οι σχέσεις με την Ολυμπιακή Οικογένεια, τα Μέσα Ενημέρωσης, τους χορηγούς, κτλ, συνιστούσαν μια πολυδιάστατη πρόκληση που πολλές φορές θύμιζε «ισορροπία τρόμου», όπως ο ίδιος ο κ. Μπακούρης περιγράφει στο βιβλίο του. Ο τρόμος του έγινε πραγματικότητα. Για την ακρίβεια... ελληνική πραγματικότητα.
«Έθεσα εξαρχής υψηλούς στόχους, χωρίς αυταπάτες σε σχέση με το μέγεθος των δυσκολιών. Εκείνο που δεν μπορούσα εκ των πραγμάτων να ξέρω ή να προβλέψω ήταν οι ιδιόμορφες τριβές και αντιστάσεις αυτού που κοινώς αποκαλείται ελληνική πραγματικότητα. Οι μικροπρέπειες, ο αλληλοφαγωμός συμφερόντων, οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, τα προσωπικά παιχνίδια και φιλοδοξίες, το κλίμα ασυνεννοησίας και η έλλειψη συντονισμού έβαζαν συνεχώς προσκόμματα στη λειτουργία της Επιτροπής και δυσκόλευαν την παραγωγή έργου.»
Ξεκίνησε την οργάνωση από το μηδέν, χωρίς γραφεία, χωρίς υπαλλήλους, χωρίς πόρους, χωρίς καν νομικό πλαίσιο. Η ομάδα αποτελούνταν από τον πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής, τον Κώστα Μπακούρη, την τετραμελής διυπουργική επιτροπή αποτελούμενη από τον υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο, και τους υφυπουργούς ΠΕΧΩΔΕ Χρίστο Βερελή, Οικονομικών Χρήστο Πάχτα και Αθλητισμού Ανρέα Φούρα κι ένα 15μελές ΔΣ.
Και μετά άρχισαν τα «ολυμπιακά» όργανα
Σύντομα οι προσπάθεια «πολιτικού καπελώματος» της Οργανωτικής Επιτροπής από την Διυπουργική πήρε διαστάσεις, σύμφωνα με τα όσα περιγράφει στο βιβλίο του ο Κώστας Μπακούρης, με την μεν Διυπουργική να υποστηρίζει ότι η ομάδα τεχνοκρατών παίρνει αποφάσεις χωρίς να ενημερώνει, η δε Οργανωτική Επιτροπή να υπεραμύνεται της ανεξαρτησίας που χρειαζόταν. Για να λυθεί το πρόβλημα ο Μπακούρης προχώρησε σε μια κίνηση ματ.
«Ανέλαβα εκ μέρους της Επιτροπής να συναντήσω τον Ευ. Βενιζέλο για να του επιδώσω μια επιστολή, στην οποία περιέγραφα το ρόλο της Διυπουργικής Επιτροπής όπως τον αντιλαμβανόμασταν σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο. Ο Βενιζέλος τη διάβασε μπροστά μου και μου είπε: “Κώστα, αυτή την επιστολή δεν μου την έστειλες και δεν τη διάβασα. Οι πολιτικοί δεν δεσμεύονται με τεχνοκρατικά πρότυπα”. Έτσι η ασάφεια κι οι τριβές παρέμειναν στην ημερήσια διάταξη.»
Η κόντρα συνεχίστηκε με τον υφυπουργός Αθλητισμού Ανδρέα Φούρα. Σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του ο κ. Μπακούρης περιγράφει τα όσα έγιναν σε μια ευρεία σύσκεψη στο υπουργείο Πολιτισμού, παρόντων των υπουργών Μ. Παπαϊωάννου και Τ. Γιαννίτση και του τεχνικού συμβούλου του πρωθυπουργού Βασ. Μακρυωνίτη.
«Με κατηγόρησε ότι προσλαμβάνω στελέχη από το χώρο της ΝΔ και όχι του ΠΑΣΟΚ, προσθέτοντας ότι η μόνη εξήγηση είναι ότι παίρνω εντολές από την Αραβαντινού. Έχοντας μεσάνυχτα στα πολιτικά θέματα λόγω της μακρόχρονης απουσίας μου από την Ελλάδα, ρώτησα τελείως φυσικά τον μαινόμενο υφυπουργό: “Ποια είναι αυτή η κυρία Αραβαντινού, δεν τη γνωρίζω”. Ξέσπασαν όλοι σε γέλια και πείσθηκαν ότι δεν είχα καμία επαφή με την οικογένεια Μητσοτάκη.»
Οι παρεμβάσεις του Χρίστου Βερελή ήταν σύμφωνα με όσα γράφει ο Κώστας Μπακούρης, αυτές που δημιουργούσαν τα συχνότερα προβλήματα. Σε μία περίπτωση η κατάσταση ξέφυγε εκτός ελέγχου.
«Όταν μελέτησα τη λίστα των πέντε επι- κρατέστερων υποψηφίων για τη θέση του Γενικού Διευθυντή Ολυμπιακών Έργων, διαπίστωσα πως ένας εξ αυτών ήταν στο παρελθόν υφιστάμενος του υφυπουργού. Τον πήρα στο τηλέφωνο και τον ρώτησα τη γνώμη του για τον υποψήφιο. Μου είπε καλά λόγια. Λίγο καιρό μετά μου τηλεφώνησε για να με ρωτήσει σε ποιο στάδιο βρισκόμουν σχετικά με την πρόσληψη. Του είπα ότι η σχετική επιτροπή είχε καταλήξει σε δύο υποψηφίους, αλλά σε αυτούς δεν συγκαταλεγόταν ο παλαιός υφιστάμενός του. Άκουσα στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του να γίνεται εχθρική, και μάλιστα απειλητική. “Θεωρώ” μου είπε “απαράδεκτη την απόρριψη αυτή” και μου ζήτησε να του στείλω τα βιογραφικά των πέντε επικρατέστερων. Του απάντησα ότι, πρώτον, δεν έχει κανένα δικαίωμα να εμπλέκεται στη διαδικα-σία πρόσληψης και, δεύτερον, δεοντολογικά δεν μπορούσα να κοινοποιήσω τα προσωπικά στοιχεία των υποψηφίων σε τρίτους. Έγινε έξαλλος. Φώναζε στο τηλέφωνο: “Είμαι μέλος της Διυπουργικής και σε διατάζω να μου στείλεις τα βιογραφικά!”. Του απάντησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα: “Χρίστο, καλημέρα” – και του έκλεισα το τηλέφωνο. Ήταν η πρώτη και τελευταία σύγκρουση τέτοιου είδους που είχα. Ενημέρωσα τον Βενιζέλο, ο οποίος μου υποσχέθηκε ότι θα του μιλούσε.»
Τα παρατράγουδα όμως δεν σταμάτησαν στα μέλη της Διυπουργικής Επιτροπής. Ο ρόλος του ΔΣ ήταν επιτελικός και εποπτικός – ενέκρινε τον προϋπολογισμό, τους εσωτερικούς κανονισμούς, τις πολιτικές αμοιβών κτλ. Ο διευθύνων σύμβουλος και μόνον αυτός είχε την εκτελεστική εξουσία. Στην πράξη όμως, η κατάσταση δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη, καθώς αρκετά μέλη του ΔΣ θεωρούσαν ότι είχαν το δικαίωμα να εμπλέκονται σε εκτελεστικές αρμοδιότητες, υπερβαίνοντας τα όρια ευθύνης τους. Μία από αυτές ήταν η Νίκη Τζαβέλα.
«Ενώπιόν μου, αλλά και πίσω απ’ την πλάτη μου, βομβάρδιζε τον πρωθυπουργό με το παράπονο ότι δεν είχε ουσιαστικές αρμοδιότητες. Ένα πρωί, θυμάμαι, με κάλεσε ο Κ. Σημίτης στο γραφείο του στη Βουλή ειδικά για να μου ζητήσει “να δώσω κάτι” στην κα Τζαβέλα ώστε να σταματήσει να παραπονιέται. Τον ρώτησα ευθέως: “Κύριε πρόεδρε, εσείς θέλετε να έχετε πολλά κοκόρια να λαλούν; Εάν ναι, εγώ δεν θέλω να είμαι ένα από αυτά”. Χαμογέλασε και μου απάντησε: “Όχι, πολλά κοκόρια δεν θέλω, αλλά είμαι σίγουρος ότι εσύ μπορείς να της βρεις κάτι”. Έφυγα αφήνοντας το θέμα ανοιχτό. Μετά από αρκετή σκέψη, αποφάσισα να την εμπλέξω στον τομέα της επικοινωνίας. Αλλά ούτε αυτό ικανοποίησε την κα Τζαβέλα, η οποία στην πραγματικότητα πιστεύω ότι προσπαθούσε να με υπονομεύσει για να πάρει τη θέση μου.»
Από το βιβλίο του Κώστα Μπακούρη για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας δε θα μπορούσε να λείπει και η εκτενής αναφορά στο πρόσωπο του Λάμπη Νικολάου, προέδρου της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, τον οπόιο περιγράφει ως «απρόβλεπτο και ανακατωσούρα».
«Στο τέλος του 1999 έληγε η θητεία του στην ΕΟΕ και ήθελε –φυσικά!—να επανεκλεγεί. Έπρεπε λοιπόν να τα έχει καλά με τις Ελληνικές Ομοσπονδίες. Είχε καλλιεργήσει προσωπική επαφή με τον Σάμαρανκ, με τον οποίο μιλούσε συχνά πυκνά χωρίς να με ενημερώνει για το περιεχόμενο της συνομιλίας τους. Γενικά όμως μιλούσε με τους πάντες για τα πάντα. Μιλούσε με πολιτικούς, με αθλητικούς παράγοντες, με τους Αθανάτους, με δημοσιογρά- φους, με όποιον πίστευε ότι είχε κάποια επιρροή. Στις συνεδριάσεις του ΔΣ ήταν απρόβλεπτος και ανακατωσούρας. Πολλές φορές μάς κατελάμβανε εξαπίνης με καινούργιες ιδέες και προτάσεις, κυρίως σε σχέση με τα έργα, που ανέτρεπαν τα συμφωνηθέντα. Στις προσλήψεις διευθυντικών στελεχών αθλημάτων είχαμε σχεδόν συνεχείς συγκρούσεις. Σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις μας με αποκάλεσε «killer» – και το εννοούσε ως κομπλιμέντο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μου οι σχέσεις μας παρέμειναν ανταγωνιστικές αλλά κόσμιες.»
Το βιβλίο του Κώστα Μπακούρη κυκλοφορεί τη Δευτέρα 7 Απριλίου 2014, από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου