«ΧΟΝΤΡΟ» ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΑΠ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου πετάει το μπαλάκι στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως αναμενόταν άλλωστε για το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ στο έδαφος.
Η χθεσινή γνωμοδότηση του ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) δεν καταργεί το μονοπώλιο του οργανισμού στα Τυχερά παιχνίδια αλλά με παρατηρήσεις που κάνει υποδεικνύει ουσιαστικά και συνέχιση αυτού αν τηρηθούν κάποιες συγκεκριμένες διαδικασίες, όπως αναδιαμόρφωση της εμπορικής πολιτικής (διαφημίσεις σε ΜΜΕ, χορηγίες σε ομάδες και αθλήματα), αλλά και αυστηρότερος έλεγχος – εποπτεία από το κράτος προς τις κινήσεις και τη λειτουργία του δικτύου των πρακτόρων (π.χ. συμμετοχή ανηλίκων).
Αυτή είναι η πρώτη επιλογή όπως αναφέρει και η δεύτερη είναι να επιδιωχθεί από το ελληνικό κράτος το άνοιγμα της αγορά με τη χορήγηση αδειών σε άλλες εταιρίες.
Το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση μετά από προδικαστικό ερώτημα που έκανε το ΣτΕ (Συμβούλιο της Επικρατείας) με αφορμή την προσφυγή σε αυτό των εταιριών Stanleybet International, William Hill Organization Ltd, William Hill Plc και Sportingbet Plc που ζήτησαν άδειες για να διεξάγουν στοίχημα μέσω καταστημάτων (επίγειου δικτύου) στην ελληνική επικράτεια.
Το ΔΕΚ τονίζει από τη μία ότι «αντιβαίνει προς το Δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία παρέχει σε έναν και μόνον οργανισμό το μονοπώλιο των τυχερών παιγνίων, χωρίς να μειώνει πράγματι τις δυνατότητες συμμετοχής σε παίγνια, εφόσον, αφενός, δεν περιορίζει τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, δεν διασφαλίζει αυστηρό έλεγχο της επεκτάσεως των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας», αλλά στον αντίποδα όπως προαναφέραμε δίνει τον απαραίτητο χρόνο στο ελληνικό κράτος να διορθώσει τα «κακώς κείμενα» και να διατηρήσει το μονοπώλιο!
Οι δύο επιλογές
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το ΔΕΚ, έχει δύο δυνατότητες:
1) Αν εκτιμά ότι η ελευθέρωση της αγοράς των τυχερών παιγνίων αντιβαίνει στο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία σκοπεί να διασφαλίσει, μπορεί να περιοριστεί στη μεταρρύθμιση του υφισταμένου μονοπωλίου και στην υποβολή του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών.
2) Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος επιλέξει την ελευθέρωση της αγοράς –η οποία δεν του επιβάλλεται κατ' ανάγκην από το δίκαιο της Ένωσης– οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης διοικητικής αδειοδοτήσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, προκειμένου να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αυθαίρετο η εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών".
Το διαδικτυακό στοίχημα και η ιδιωτικοποίηση
Ολη αυτή η διαδικασία δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το ιντερνετικό στοίχημα και σε καμία περίπτωση δεν συνδέονται οι δύο περιπτώσεις αλλά σίγουρα αναμένεται να επηρεάσει το μείζον θέμα της ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ. Και εδώ η καυτή πατάτα των χειρισμών είναι στα χέρια της κυβέρνησης. Από τη μία πλευρά καλείται να πάρει αποφάσεις για το διαδικτυακό στοίχημα μέσω του νόμου 4002/2011 τον οποίο θα χρειαστεί να βελτιώσει τα μέγιστα αν αποφασίσει να ανοίξει την αγορά, κάτι που ήδη επεξεργάζεται μεγάλο νομικό γραφείο και από την άλλη να παράσχει αυτές τις διαβεβαιώσεις που θα εξασφαλίζουν όποιον αγοράσει το 33% του οργανισμού που είναι προς πώληση, ότι θα εξακολουθήσει να έχει αξία το προϊόν που πήρε. Και είναι αποφάσεις που θα ληφθούν σε κεντρικό επίπεδο, πιθανότατα μέχρι το τέλος της επόμενης εβδομάδας αφού αν καθυστερήσει περεταίρω θα μπει σε σοβαρό κίνδυνο η πώληση του ΟΠΑΠ μέχρι το τέλος Μαρτίου, χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο για να μην μπει σε ισχύ η ρήτρα της τρόικας για νέα μέτρα.
Το σημείο κλειδί υπέρ ΟΠΑΠ
Στο άρθρο 46 της απόφασης αναφέρονται τα εξής. “Διαπιστώνεται ότι η άρνηση χορηγήσεως μεταβατικής περιόδου σε περίπτωση ασυμβιβάστου της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην την υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να ελευθερώσει την αγορά των τυχερών παιγνίων, αν εκτιμά ότι μια τέτοια ελευθέρωση δεν συνάδει προς το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο το κράτος μέλος αυτό σκοπεί να διασφαλίσει. Πράγματι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να διαθέτουν τη δυνατότητα μεταρρυθμίσεως του υφισταμένου μονοπωλίου προκειμένου αυτό να καταστεί συμβατό προς τις διατάξεις της Συνθήκης, ιδίως διά της υποβολής του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών”.
Σε αυτό αναμένεται να σταθεί το νομικό επιτελείο του ΟΠΑΠ όταν θα έρθει η ώρα της μάχης στο ΣτΕ, από τη στιγμή μάλιστα που σε σχέση με την εποχή που έγινε η προσφυγή δεν υπήρχε καμία προσπάθεια ρύθμισης της αγοράς, ενώ τώρα αυτό υφίσταται, έστω και άκρως προβληματικά λόγω των ατελειών που έχει ο νόμος 4002 του 2011. Πέρα από αυτό υπάρχει και μία άλλη παράμετρος. Το ελληνικό κράτος εξασφαλίζεται ότι δεν έχει καμία υποχρέωση να δώσει άδειες σε εταιρίες που τυχόν θα υποβάλλουν αιτήσεις, μέχρι να πάρει τις οριστικές του αποφάσεις. Και αυτό μεταφράζεται σε χρόνο από 8 έως 12 μήνες, όσο πιθανόν να χρειαστεί να εξετάσει την υπόθεση και να καταλήξει σε απόφαση το ΣτΕ.
Η ανακοίνωση του ΔΕΚ έχει ως εξης:
"Στην Ελλάδα, η οργάνωση και λειτουργία των τυχερών παιγνίων και των δελτίων στοιχημάτων έχουν ανατεθεί για χρονικό διάστημα είκοσι ετών –μέχρι το 2020– στην ανώνυμη εταιρία ΟΠΑΠ (Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ), εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Το Ελληνικό Δημόσιο εγκρίνει τους σχετικούς με τις δραστηριότητες του ΟΠΑΠ κανονισμούς και παρακολουθεί τη διαδικασία διεξαγωγής των παιγνίων, αν και είναι σήμερα μειοψηφών μέτοχος (34%). Ο ΟΠΑΠ καθορίζει το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ανά δελτίο (και όχι ανά παίκτη) και έχει δικαίωμα δωρεάν χρήσεως έως και 10 % των προορισμένων για διαφημίσεις χώρων των σταδίων και γυμναστηρίων. Έχει επίσης επεκτείνει τις δραστηριότητές του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Κύπρο.
Οι εταιρίες Stanleybet, William Hill και Sportingbet είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου διαθέτουν άδειες οργανώσεως τυχερών παιγνίων κατά το αγγλικό δίκαιο.
Οι εταιρίες αυτές άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως κατά των εκ μέρους των ελληνικών αρχών σιωπηρών απορρίψεων των αιτήσεών τους να τους παρασχεθεί η άδεια οργανώσεως αθλητικών στοιχημάτων στην Ελλάδα.
Το ελληνικό δικαστήριο υπέβαλε ως εκ τούτου στο Δικαστήριο το ερώτημα αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και ιδίως στις αρχές περί των θεμελιωδών ελευθεριών (της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών) η εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα λειτουργίας των παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό. Παρατηρεί ότι, μολονότι σκοπός της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως είναι ο περιορισμός της προσφοράς των παιγνίων και η καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια εγκληματικότητας, ο ΟΠΑΠ ασκεί επεκτατική εμπορική πολιτική.
Το Δικαστήριο, στη σημερινή απόφασή του, επισημαίνει κατ' αρχάς ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ και απαγορεύει στους εγκατεστημένους εντός άλλου κράτους μέλους ανταγωνιστές να παρέχουν τα ίδια παίγνια εντός της ελληνικής επικράτειας συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Ως εκ τούτου, εξετάζει κατά πόσον ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να γίνει δεκτός κατά παρέκκλιση, για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας ή για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η κανονιστική ρύθμιση των τυχερών παιγνίων περιλαμβάνεται μεταξύ των τομέων εκείνων στους οποίους υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσεως μεταξύ των κρατών μελών και, ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να εκτιμήσει, σύμφωνα με τη δική του κλίμακα αξιών, τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των διακυβευομένων συμφερόντων. Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη αναγνωρίσει με τη νομολογία του, ο περιορισμός της προσφοράς των τυχερών παιγνίων και η καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια αυτά εγκληματικότητας μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει εντούτοις ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις όσον αφορά τη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διασφαλίζοντας συγχρόνως την επίτευξη των προβαλλομένων σκοπών κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.
Συνεπώς, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση επιδιώκει πράγματι τον σκοπό της μειώσεως των δυνατοτήτων συμμετοχής σε παίγνια και της καταπολεμήσεως της συναφούς προς τα παίγνια αυτά εγκληματικότητας.
Το Δικαστήριο υποδεικνύει ωστόσο στο εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη του, όσον αφορά τον πρώτο σκοπό, τα διάφορα στοιχεία του ρυθμιστικού πλαισίου και της πρακτικής λειτουργίας του ΟΠΑΠ, όπως είναι τα δικαιώματα και τα προνόμια που διαθέτει για τη διαφήμιση των παιγνίων και ο καθορισμός του μέγιστου ποσού στοιχηματισμού ανά δελτίο (και όχι ανά παίκτη). Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν υφίσταται πράγματι ο κρατικός έλεγχος, λαμβανομένου υπόψη ότι ένα τόσο περιοριστικό μέτρο όπως το μονοπώλιο πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο, ενώ στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, ο οποίος είναι ανώνυμη εταιρία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, το Ελληνικό Δημόσιο έχει διατηρήσει ψήγματα μόνον εποπτείας.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απαντά ότι αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει σε έναν και μόνον οργανισμό το μονοπώλιο των τυχερών παιγνίων, χωρίς να μειώνει πράγματι τις δυνατότητες συμμετοχής σε παίγνια, εφόσον, αφενός, δεν περιορίζει τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, δεν διασφαλίζει αυστηρό έλεγχο της επεκτάσεως των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, λόγω της υπεροχής του άμεσα εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται για μεταβατική περίοδο εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία συνεπάγεται περιορισμούς ασυμβίβαστους προς την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, οπότε οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να μην αποφαίνονται, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου, επί αιτήσεων χορηγήσεως αδείας.
Στο πλαίσιο αυτής της ασύμβατης προς το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία έχει δύο δυνατότητες.
1) Αν εκτιμά ότι η ελευθέρωση της αγοράς των τυχερών παιγνίων αντιβαίνει στο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία σκοπεί να διασφαλίσει, μπορεί να περιοριστεί στη μεταρρύθμιση του υφισταμένου μονοπωλίου και στην υποβολή του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών.
2) Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος επιλέξει την ελευθέρωση της αγοράς –η οποία δεν του επιβάλλεται κατ' ανάγκην από το δίκαιο της Ένωσης– οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης διοικητικής αδειοδοτήσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, προκειμένου να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αυθαίρετο η εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών».
ΠΗΓΗ
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου πετάει το μπαλάκι στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως αναμενόταν άλλωστε για το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ στο έδαφος.
Η χθεσινή γνωμοδότηση του ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) δεν καταργεί το μονοπώλιο του οργανισμού στα Τυχερά παιχνίδια αλλά με παρατηρήσεις που κάνει υποδεικνύει ουσιαστικά και συνέχιση αυτού αν τηρηθούν κάποιες συγκεκριμένες διαδικασίες, όπως αναδιαμόρφωση της εμπορικής πολιτικής (διαφημίσεις σε ΜΜΕ, χορηγίες σε ομάδες και αθλήματα), αλλά και αυστηρότερος έλεγχος – εποπτεία από το κράτος προς τις κινήσεις και τη λειτουργία του δικτύου των πρακτόρων (π.χ. συμμετοχή ανηλίκων).
Αυτή είναι η πρώτη επιλογή όπως αναφέρει και η δεύτερη είναι να επιδιωχθεί από το ελληνικό κράτος το άνοιγμα της αγορά με τη χορήγηση αδειών σε άλλες εταιρίες.
Το δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση μετά από προδικαστικό ερώτημα που έκανε το ΣτΕ (Συμβούλιο της Επικρατείας) με αφορμή την προσφυγή σε αυτό των εταιριών Stanleybet International, William Hill Organization Ltd, William Hill Plc και Sportingbet Plc που ζήτησαν άδειες για να διεξάγουν στοίχημα μέσω καταστημάτων (επίγειου δικτύου) στην ελληνική επικράτεια.
Το ΔΕΚ τονίζει από τη μία ότι «αντιβαίνει προς το Δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία παρέχει σε έναν και μόνον οργανισμό το μονοπώλιο των τυχερών παιγνίων, χωρίς να μειώνει πράγματι τις δυνατότητες συμμετοχής σε παίγνια, εφόσον, αφενός, δεν περιορίζει τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, δεν διασφαλίζει αυστηρό έλεγχο της επεκτάσεως των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας», αλλά στον αντίποδα όπως προαναφέραμε δίνει τον απαραίτητο χρόνο στο ελληνικό κράτος να διορθώσει τα «κακώς κείμενα» και να διατηρήσει το μονοπώλιο!
Οι δύο επιλογές
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το ΔΕΚ, έχει δύο δυνατότητες:
1) Αν εκτιμά ότι η ελευθέρωση της αγοράς των τυχερών παιγνίων αντιβαίνει στο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία σκοπεί να διασφαλίσει, μπορεί να περιοριστεί στη μεταρρύθμιση του υφισταμένου μονοπωλίου και στην υποβολή του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών.
2) Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος επιλέξει την ελευθέρωση της αγοράς –η οποία δεν του επιβάλλεται κατ' ανάγκην από το δίκαιο της Ένωσης– οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης διοικητικής αδειοδοτήσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, προκειμένου να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αυθαίρετο η εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών".
Το διαδικτυακό στοίχημα και η ιδιωτικοποίηση
Ολη αυτή η διαδικασία δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το ιντερνετικό στοίχημα και σε καμία περίπτωση δεν συνδέονται οι δύο περιπτώσεις αλλά σίγουρα αναμένεται να επηρεάσει το μείζον θέμα της ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ. Και εδώ η καυτή πατάτα των χειρισμών είναι στα χέρια της κυβέρνησης. Από τη μία πλευρά καλείται να πάρει αποφάσεις για το διαδικτυακό στοίχημα μέσω του νόμου 4002/2011 τον οποίο θα χρειαστεί να βελτιώσει τα μέγιστα αν αποφασίσει να ανοίξει την αγορά, κάτι που ήδη επεξεργάζεται μεγάλο νομικό γραφείο και από την άλλη να παράσχει αυτές τις διαβεβαιώσεις που θα εξασφαλίζουν όποιον αγοράσει το 33% του οργανισμού που είναι προς πώληση, ότι θα εξακολουθήσει να έχει αξία το προϊόν που πήρε. Και είναι αποφάσεις που θα ληφθούν σε κεντρικό επίπεδο, πιθανότατα μέχρι το τέλος της επόμενης εβδομάδας αφού αν καθυστερήσει περεταίρω θα μπει σε σοβαρό κίνδυνο η πώληση του ΟΠΑΠ μέχρι το τέλος Μαρτίου, χρονικό διάστημα που είναι απαραίτητο για να μην μπει σε ισχύ η ρήτρα της τρόικας για νέα μέτρα.
Το σημείο κλειδί υπέρ ΟΠΑΠ
Στο άρθρο 46 της απόφασης αναφέρονται τα εξής. “Διαπιστώνεται ότι η άρνηση χορηγήσεως μεταβατικής περιόδου σε περίπτωση ασυμβιβάστου της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην την υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους να ελευθερώσει την αγορά των τυχερών παιγνίων, αν εκτιμά ότι μια τέτοια ελευθέρωση δεν συνάδει προς το επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο το κράτος μέλος αυτό σκοπεί να διασφαλίσει. Πράγματι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να διαθέτουν τη δυνατότητα μεταρρυθμίσεως του υφισταμένου μονοπωλίου προκειμένου αυτό να καταστεί συμβατό προς τις διατάξεις της Συνθήκης, ιδίως διά της υποβολής του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών”.
Σε αυτό αναμένεται να σταθεί το νομικό επιτελείο του ΟΠΑΠ όταν θα έρθει η ώρα της μάχης στο ΣτΕ, από τη στιγμή μάλιστα που σε σχέση με την εποχή που έγινε η προσφυγή δεν υπήρχε καμία προσπάθεια ρύθμισης της αγοράς, ενώ τώρα αυτό υφίσταται, έστω και άκρως προβληματικά λόγω των ατελειών που έχει ο νόμος 4002 του 2011. Πέρα από αυτό υπάρχει και μία άλλη παράμετρος. Το ελληνικό κράτος εξασφαλίζεται ότι δεν έχει καμία υποχρέωση να δώσει άδειες σε εταιρίες που τυχόν θα υποβάλλουν αιτήσεις, μέχρι να πάρει τις οριστικές του αποφάσεις. Και αυτό μεταφράζεται σε χρόνο από 8 έως 12 μήνες, όσο πιθανόν να χρειαστεί να εξετάσει την υπόθεση και να καταλήξει σε απόφαση το ΣτΕ.
Η ανακοίνωση του ΔΕΚ έχει ως εξης:
"Στην Ελλάδα, η οργάνωση και λειτουργία των τυχερών παιγνίων και των δελτίων στοιχημάτων έχουν ανατεθεί για χρονικό διάστημα είκοσι ετών –μέχρι το 2020– στην ανώνυμη εταιρία ΟΠΑΠ (Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου ΑΕ), εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Το Ελληνικό Δημόσιο εγκρίνει τους σχετικούς με τις δραστηριότητες του ΟΠΑΠ κανονισμούς και παρακολουθεί τη διαδικασία διεξαγωγής των παιγνίων, αν και είναι σήμερα μειοψηφών μέτοχος (34%). Ο ΟΠΑΠ καθορίζει το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ανά δελτίο (και όχι ανά παίκτη) και έχει δικαίωμα δωρεάν χρήσεως έως και 10 % των προορισμένων για διαφημίσεις χώρων των σταδίων και γυμναστηρίων. Έχει επίσης επεκτείνει τις δραστηριότητές του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Κύπρο.
Οι εταιρίες Stanleybet, William Hill και Sportingbet είναι εγκατεστημένες στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου διαθέτουν άδειες οργανώσεως τυχερών παιγνίων κατά το αγγλικό δίκαιο.
Οι εταιρίες αυτές άσκησαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως κατά των εκ μέρους των ελληνικών αρχών σιωπηρών απορρίψεων των αιτήσεών τους να τους παρασχεθεί η άδεια οργανώσεως αθλητικών στοιχημάτων στην Ελλάδα.
Το ελληνικό δικαστήριο υπέβαλε ως εκ τούτου στο Δικαστήριο το ερώτημα αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης και ιδίως στις αρχές περί των θεμελιωδών ελευθεριών (της εγκαταστάσεως και της παροχής υπηρεσιών) η εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει το αποκλειστικό δικαίωμα λειτουργίας των παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό. Παρατηρεί ότι, μολονότι σκοπός της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως είναι ο περιορισμός της προσφοράς των παιγνίων και η καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια εγκληματικότητας, ο ΟΠΑΠ ασκεί επεκτατική εμπορική πολιτική.
Το Δικαστήριο, στη σημερινή απόφασή του, επισημαίνει κατ' αρχάς ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ και απαγορεύει στους εγκατεστημένους εντός άλλου κράτους μέλους ανταγωνιστές να παρέχουν τα ίδια παίγνια εντός της ελληνικής επικράτειας συνεπάγεται περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή της ελευθερίας εγκαταστάσεως. Ως εκ τούτου, εξετάζει κατά πόσον ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να γίνει δεκτός κατά παρέκκλιση, για λόγους δημόσιας τάξεως, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας ή για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η κανονιστική ρύθμιση των τυχερών παιγνίων περιλαμβάνεται μεταξύ των τομέων εκείνων στους οποίους υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσεως μεταξύ των κρατών μελών και, ελλείψει κοινοτικής εναρμονίσεως, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να εκτιμήσει, σύμφωνα με τη δική του κλίμακα αξιών, τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των διακυβευομένων συμφερόντων. Συγκεκριμένα, όπως έχει ήδη αναγνωρίσει με τη νομολογία του, ο περιορισμός της προσφοράς των τυχερών παιγνίων και η καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια αυτά εγκληματικότητας μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στις θεμελιώδεις ελευθερίες.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει εντούτοις ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλουν τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις όσον αφορά τη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, διασφαλίζοντας συγχρόνως την επίτευξη των προβαλλομένων σκοπών κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό.
Συνεπώς, στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση επιδιώκει πράγματι τον σκοπό της μειώσεως των δυνατοτήτων συμμετοχής σε παίγνια και της καταπολεμήσεως της συναφούς προς τα παίγνια αυτά εγκληματικότητας.
Το Δικαστήριο υποδεικνύει ωστόσο στο εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη του, όσον αφορά τον πρώτο σκοπό, τα διάφορα στοιχεία του ρυθμιστικού πλαισίου και της πρακτικής λειτουργίας του ΟΠΑΠ, όπως είναι τα δικαιώματα και τα προνόμια που διαθέτει για τη διαφήμιση των παιγνίων και ο καθορισμός του μέγιστου ποσού στοιχηματισμού ανά δελτίο (και όχι ανά παίκτη). Όσον αφορά τον δεύτερο σκοπό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει αν υφίσταται πράγματι ο κρατικός έλεγχος, λαμβανομένου υπόψη ότι ένα τόσο περιοριστικό μέτρο όπως το μονοπώλιο πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο, ενώ στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, ο οποίος είναι ανώνυμη εταιρία εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, το Ελληνικό Δημόσιο έχει διατηρήσει ψήγματα μόνον εποπτείας.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απαντά ότι αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία παρέχει σε έναν και μόνον οργανισμό το μονοπώλιο των τυχερών παιγνίων, χωρίς να μειώνει πράγματι τις δυνατότητες συμμετοχής σε παίγνια, εφόσον, αφενός, δεν περιορίζει τις δραστηριότητες στον τομέα αυτόν κατά συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, δεν διασφαλίζει αυστηρό έλεγχο της επεκτάσεως των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας.
Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, λόγω της υπεροχής του άμεσα εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης, δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται για μεταβατική περίοδο εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία συνεπάγεται περιορισμούς ασυμβίβαστους προς την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, οπότε οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να μην αποφαίνονται, κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιόδου, επί αιτήσεων χορηγήσεως αδείας.
Στο πλαίσιο αυτής της ασύμβατης προς το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεως, η Ελληνική Δημοκρατία έχει δύο δυνατότητες.
1) Αν εκτιμά ότι η ελευθέρωση της αγοράς των τυχερών παιγνίων αντιβαίνει στο επίπεδο προστασίας των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία σκοπεί να διασφαλίσει, μπορεί να περιοριστεί στη μεταρρύθμιση του υφισταμένου μονοπωλίου και στην υποβολή του σε αποτελεσματικό και αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών.
2) Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος επιλέξει την ελευθέρωση της αγοράς –η οποία δεν του επιβάλλεται κατ' ανάγκην από το δίκαιο της Ένωσης– οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την υποχρέωση διαφάνειας. Ως εκ τούτου, η καθιέρωση ενός συστήματος προηγούμενης διοικητικής αδειοδοτήσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις, προκειμένου να μην είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο αυθαίρετο η εξουσία εκτιμήσεως των εθνικών αρχών».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου